Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Τα λάθη τακτικής της ηγεσίας του Κόμματος κατά την περίοδο των εκλογών του Μάη και Ιούνη Μέρος τέταρτο


9. Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ας σκεφτούμε τώρα την περίπτωση κατά την οποία η αποδέσμευση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν πλήρης και ολοκληρωτική. Οι συνέπειες για την αστική τάξη της Ελλάδας αλλά και για την ευρωενωσιακή συνοχή θα ήταν σημαντικά  πολλαπλάσιες και πολύ πιο ουσιαστικές. Καταλυτικές θα λέγαμε. Γιατί θα ματαιωνόταν ολοκληρωτικά και με το χειρότερο τρόπο, εν μέσω μιας χρεοκοπίας και οικονομικής κρίσης, η πιο σημαντική στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης στη νεότερη ιστορία της χώρας μας και θα δεχόταν ένα καθοριστικό πλήγμα στην ίδια της  την υπόσταση, ως ηγετικής τάξης, μέσα στην ελληνική κοινωνία. Θα ήταν μια χρεοκοπημένη τάξη στο επίπεδο της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας. Στο επίπεδο επίσης της στρατηγικής ανάλογο πλήγμα θα δεχόταν και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα σηματοδοτούσε στα σίγουρα νέες αλλαγές στο εσωτερικό της,  μια νέα γεωμετρία, ίσως και την αρχή προς τη διάλυσής της.

Ό, τι ισχυριστήκαμε, από οικονομική άποψη, για την έξοδο της χώρας μας από την ευρωζώνη ισχύει πολύ περισσότερο για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση αυτή η χώρα μας θα αποκτήσει πλήρη κυριαρχία των οικονομικών εργαλείων για την άσκηση της οικονομικής της πολιτικής. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι στην παραπέρα πορεία της δεν θα δεχόταν την επίδραση ή δεν θα κατέφευγε σε ανάλογες οικονομικές πολιτικές, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν στο τιμόνι της χώρας παρέμεναν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Είναι φανερό ότι εάν η έξοδος από το ευρώ μπορεί να χρησιμεύσει ως προσωρινό καταφύγιο για την αστική τάξη, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αποβεί το ίδιο χρήσιμη και προς όφελος της αστικής τάξης. Παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση - με την ένταση των αντιθέσεων και των διαλυτικών τάσεων, παίρνοντας υπόψη τις συνέπειες που έχει υποστεί ήδη η χώρα μας και όσες πρόκειται να υποστεί, με την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση η άρχουσα τάξη έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει να δώσει διεξόδους στο υπαρξιακό και αναπτυξιακό της πρόβλημα, να διαφοροποιήσει τη γεωστρατηγική και γεωπολιτική της στάση.

Το συνηθισμένο λάθος που γίνεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να θεωρείται τετελεσμένο γεγονός, αμετακίνητο τοπίο. Αντικειμενικό γεγονός που υπέχει θέση νομοτέλειας. Παρά, όμως, το γεγονός της δημιουργίας της, της ύπαρξής της (αυτό είναι το αντικειμενικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και της εξέλιξής της, όλες οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σ’ αυτήν δείχνουν ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως τετελεσμένο γεγονός, πολύ περισσότερο ως νομοτέλεια, ότι δεν κινείται τίποτα στο εσωτερικό της που να ωθεί ακόμη και στη διάλυσή της.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούν ταυτόχρονα δύο τάσεις: Η μια είναι η τάση ενότητας, που στηρίζεται στην ενιαία θέληση των καπιταλιστών, των μονοπωλίων, των ευρωπαϊκών μονοπωλίων για την περίπτωσή μας, για εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, που στην εποχή του ιμπεριαλισμού, την εποχή του παγκόσμιου ανταγωνισμού της κατανομής και της ανακατανομής της παγκόσμιας αγοράς οδηγεί και στη δημιουργία διακρατικών συμμαχικών ενώσεων, που στον πυρήνα τους κυριαρχούν ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η άλλη είναι η τάση διάσπασης, που οφείλεται στον ανταγωνισμό των μονοπωλίων, που παίρνει και τη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, για μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης για λογαριασμό των μονοπωλίων, των αστικών τάξεων της κάθε χώρας. Στη τάση διάσπασης επιδρά αποφασιστικά ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, που παροξύνει με σταθερά αυξανόμενη ένταση τις αντιθέσεις μεταξύ των μονοπωλίων και των κρατών.

Προς επίρρωση αυτής της θέσης μας παραθέτουμε τους πιο βασικούς λόγους που θέτουν σε ισχυρή αμφιβολία τη διάσωση του «οράματος»:

•  Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το κυρίαρχο γεγονός που παρατηρούμε είναι ότι οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης οξύνονται συνεχώς.

• Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αποδείχτηκε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει πολύ περισσότερα οικονομικά (και πολιτικά) προβλήματα απ’ ότι ο βασικότερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός της αντίπαλος, οι ΗΠΑ. και οι αντιθέσεις αυτές οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο. Έφεραν τα κράτη μέλη είτε κατά ομάδες είτε και ξεχωριστά σε ισχυρή αντιπαράθεση, παίρνοντας υπόψη ότι αυτή η αντιπαλότητα ενισχυόταν και εκφραζόταν και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

• Στις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι η συζήτηση γύρω από τη διάσπαση της ευρωζώνης έχει καταλαγιάσει, όμως,  το βασικό στοιχείο που εξακολουθεί να απασχολεί την εξέλιξη των πραγμάτων γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προϊόν των αντιθέσεων, είναι το εάν θα υπάρξει, τελικά, διάσπαση της ευρωζώνης και το εάν μια διάσπασή της θα δρομολογήσει την παραπέρα διάσπαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και τη διάλυσή της. Γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η διαδικασία καπιταλιστικής ενοποίησης προσκρούει σε πολύ σοβαρά εμπόδια.

• Η συζήτηση γύρω από τη διάσπαση της ευρωζώνης αναδεικνύει ουσιαστικά την πρακτική επιβεβαίωση της δράσης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, ότι με το πέρασμα του χρόνου, όπως ήδη σημειώσαμε, η δράση αυτή εντείνεται και δεν αφορά μόνο τις πιο αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, που τις «γονατίζει» στην κυριολεξία. Αφορά και πιο ισχυρές οικονομίες της ευρωζώνης, με παγκόσμιο ρόλο, όπως της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, της ίδιας της Γερμανίας και έχει σοβαρές συνέπειες πάνω στο ίδιο το ευρώ, ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, στον ανταγωνισμό του με το δολάριο. Με την οικονομική κρίση η ανισόμετρη ανάπτυξη εντείνεται ακόμη πιο πολύ, που με τη σειρά της τροφοδοτεί παραπέρα την ένταση των αντιθέσεων.

•  Η καθιέρωση του ευρώ, ως ενιαίου νομίσματος, έδωσε τη δυνατότητα στο τραπεζικό κεφάλαιο να συγκεντρώσει συνολικότερα τα χρηματικά και άλλα κεφάλαια από τη μια αλλά, ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησε ισχυρές αντιθέσεις στο εσωτερικό των αστικών τάξεων σε όλες τις χώρες. Αυτή τη στιγμή οι αστικές τάξεις είναι διασπασμένες ως προς το ευρώ. Από την άλλη αυτή η συγκέντρωση κεφαλαίων ωφέλησε κυρίαρχα τη Γερμανία, η οποία αναδείχτηκε και σε ηγεμονική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

• Η ανάδειξη της Γερμανίας σε ηγεμονική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη φέρνει εκ των πραγμάτων σε αναπόφευκτη αντίθεση με τις άλλες χώρες που διαθέτουν ισχυρές οικονομίες, αναζητούν την έξοδό τους από την οικονομική κρίση με την παράλληλη αναζήτηση νέων αγορών. Ωθείται η άρχουσα τάξη της Γερμανίας σε μια θέση, απολύτως ανεπιθύμητη γι αυτήν, να πρέπει να κάνει «θυσίες» προκειμένου να διασωθεί η οικονομία της και το ευρωενωσιακό οικοδόμημα. Ουσιαστικά οι άλλες χώρες απαιτούν από τη γερμανική άρχουσα τάξη να αρνηθεί  μέρος από τα οικονομικά πλεονεκτήματα που καρπώθηκε από την καθιέρωση του ευρώ και να πληρώσει κι αυτή μέρος του λογαριασμού προκειμένου να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση (τα πλεονάσματα της Γερμανίας είναι το άθροισμα των ελλειμμάτων των άλλων χωρών). Αυτό είναι το παιχνίδι που παίζεται με την αγορά ομολόγων (αγορά χρέους) από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, την έκδοση ευρωομολόγων, την τύπωση χρήματος,  το ρόλο της ΕΚΤ και των μηχανισμών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSFκαι ESM).

• Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που διαπερνάει την Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί, πέρα από την υποτίμηση της εργατικής δύναμης που εφαρμόζεται κυρίαρχα με τη μνημονιακή πολιτική, και περαιτέρω απαξίωση (καταστροφή) κεφαλαίων. Πτυχή αυτής της καταστροφής είναι και το τεράστιο δημόσιο χρέος που ταλανίζει συνολικά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ιδιαίτερα ορισμένες απ’ αυτές, όπως η χώρα μας, η Ιταλία κλπ. Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η καταστροφή κεφαλαίων θίγει πλέον απ’ ευθείας τις αστικές τάξεις των ξεχωριστών κρατών. Οι ολοένα οξυνόμενες αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν μια άμεση λύση αυτού του προβλήματος, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία στο ποιος θα επωμιστεί το αντίστοιχο βάρος της καταστροφής. Έτσι κι αλλιώς, όμως, αυτήν την καταστροφή θα την πληρώσουν οι περισσότερο αδύναμες οικονομίες, μεταξύ αυτών και η χώρα μας, και οι συνέπειες θα μετακυλιστούν πάνω στις πλάτες των εργαζομένων.

• Το πρόβλημα της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, που ως οικονομικό πρόβλημα απαιτεί άμεσες πρωτοβουλίες και μέτρα, μπροστά στην όξυνση των αντιθέσεων που διαπερνούν ανοιχτά πλέον την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ηγετικές της δυνάμεις επιχειρούν να το επιλύσουν με ένα συνδυασμό οικονομικών και πολιτικών μέτρων που στην πραγματικότητα συνιστούν μια «φυγή προς το μέλλον» χωρίς επί της ουσίας να αντιμετωπίζουν την κρίση. Από τη μια προτείνεται η μερική διαφοροποίηση της λειτουργίας της ΕΚΤ ώστε να επιτρέπεται η αγορά ομολόγων - ως ένα άμεσο μέτρο, για να αντιμετωπιστούν οι αντίστοιχες άμεσες πιέσεις που δέχονται χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία στο ζήτημα του δανεισμού και της άντλησης νέων κεφαλαίων από τις λεγόμενες διεθνείς αγορές. Παράλληλα προχωρούν στην υιοθέτηση και την εφαρμογή μιας  αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και μιας τραπεζικής ενοποίησης - που πρακτικά θα έχουν άμεση αλλά και μακροπρόθεσμη ισχύ και που θα ελέγχονται από κεντρικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα ξεπερνούν τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της, γεγονός που οδηγεί στην αναθεώρηση των μέχρι τώρα Συνθηκών. Από την άλλη, αυτή ακριβώς η εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής και της τραπεζικής ενοποίησης οδηγούν στην ισχυροποίηση της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που αφαιρεί κυριαρχικά δικαιώματα από τα εθνικά κράτη - μέλη, αλλά ταυτόχρονα οξύνει και τις υπάρχουσες αντιθέσεις, γιατί κάθε ενοποιητικό στοιχείο δρα ανισόμετρα πάνω στο ξεχωριστό κράτος - μέλος αλλά και στο εσωτερικό της κάθε ξεχωριστής αστικής τάξης και με αυτόν τον τρόπο δρομολογεί, ταυτόχρονα, την απομάκρυνση και την απόκλιση.

• Η εφαρμογή της ενιαίας, και με τα οικονομικά χαρακτηριστικά που υιοθετήθηκαν, δημοσιονομικής πολιτικής και η τραπεζική ενοποίηση που έρχεται θα τροφοδοτήσουν εκ νέου την άμεση ένταση της οικονομικής και πολιτικής ανισομετρίας, που με τη σειρά της θα οξύνει ακόμα παραπέρα τις αντιθέσεις  στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να δίνει και άμεση διέξοδο στο αναπτυξιακό της πρόβλημα, χωρίς να ξεπερνάει την οικονομική της κρίση. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και με τις προβλέψεις για την επόμενη διετία από τους ίδιους τους ιθύνοντες κύκλους της.

• Τέλος, η δυσαρέσκεια από την εφαρμογή μιας όλο και πιο αντεργατικής οικονομικής πολιτικής, της καθ’ ημάς μνημονιακής πολιτικής, συνεχώς οξύνει την αντίθεση των εργαζομένων με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης έχει σημαντικά σκοτεινιάσει στα μάτια των εργαζομένων από τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζονται.

Με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα βασικά και ασφαλή συμπέρασμα:

Πρώτο: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαίνεται να είναι σε θέση (γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορεί) να πάρει εκείνα τα άμεσα μέτρα, πέρα από τη σταθερή υποτίμηση της εργατικής δύναμης, τα οποία θα έδιναν την όποια δυνατότητα για το ξεπέρασμα της οικονομικής της κρίσης (πάντα σε βάρος των εργαζομένων) σε κοντινό χρόνο. Τα μέτρα που παίρνει βαθαίνουν την κρίση. Το γεγονός αυτό οξύνει τις αντιθέσεις της. Οι διαλυτικές τάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξ αιτίας της όξυνσης των αντιθέσεων, προς το παρόν την έχουν φέρει μπροστά στο ενδεχόμενο διάσπασης της ευρωζώνης με κίνδυνο να τροφοδοτήσει την αποσταθεροποίησή της με προοπτική ακόμη και τη διάλυσή της.

Δεύτερο: Το γεγονός αυτό, του βαθέματος της κρίσης, έχει φέρει σε δεινή οικονομική θέση όχι μόνο τις αδύναμες αλλά και τις ισχυρές χώρες. Εδώ, όμως, έχουμε ήδη μεταφερθεί στο έδαφος της ανάπτυξης αντιθέσεων σε μια άλλη ποιότητα. Όχι των ισχυρών χωρών μεταξύ τους για συμφέροντά τους, που πραγματοποιούνται στις πιο αδύναμες χώρες - υπάρχουν και αυτές οι αντιθέσεις, αλλά για την αντιμετώπιση της κρίσης, που τις συνέπειες θα τις υποστούν άμεσα οι ισχυρές δυνάμεις μεταξύ τους. Η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους και η στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος οξύνει τις αντιθέσεις των «μεγάλων» πια. Η Ισπανία π.χ. μόνο για τη διάσωση - ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της χρειάζεται, σε πρώτο πλάνο, 60δισ ευρώ (κατ’ άλλους φτάνουν τα 100δις ευρώ), ενώ εφαρμόζει μνημονιακή οικονομική πολιτική, προσπαθώντας να εξασφαλίσει και κεφάλαια χρηματοπιστωτικής στήριξης. Η όλη τακτική που εφάρμοσε προκειμένου να εξασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη αναδεικνύει πρακτικά και την προσπάθειά της να μη «δεθεί» περισσότερο από τη Γερμανία. Η δημιουργία του πόλου του Νότου (Ισπανία - Γαλλία -Ιταλία) είναι μια άλλη απόδειξη για το ίδιο πράγμα. Η νέα ποιότητα των αντιθέσεων αφορά, όμως, και σε μια άλλη πτυχή αυτού του ζητήματος. Αποδυναμώνεται και η δυνατότητα εξαγωγής της κρίσης από τους "μεγάλους" προς τους "μικρούς". Και αυτή η δυνατότητα έχει ένα όριο, αυτό που το ξεπέρασμά του θέτει σε κίνδυνο την ίδια της συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι «μικροί» έχουν γίνει τόσο ευάλωτοι που μπορούν να γίνουν η θρυαλίδα για γενικότερες διαλυτικές εξελίξεις στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τρίτο: Πέρα από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να πάρει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που περνάει (π.χ. μια ρύθμιση ως προς το δημόσιο χρέος με άμεσο και ανακουφιστικό χαρακτήρα), αποδεικνύεται ότι και τα μέτρα που παίρνει - και που θεωρούνται άμεσα, περνάνε από τις μυλόπετρες των αντιθέσεων, όπως ήταν η πρόταση Ραχόϊ - Μόντι που εγκρίθηκε τον περασμένο Ιούνη, με την υποστήριξη του Ολάντ, και πρόβλεπε την άμεση επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το EFSF - ESM σε συσχετισμό με την τραπεζική ενοποίηση. Το μέτρο αυτό, ενώ αρχικά το δέχτηκε η Γερμανία, στη συνέχεια το τορπίλισε με το πρόσχημα ότι ο έλεγχος στις τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έπαιρνε πολύ χρόνο, μια πενταετία περίπου για πάνω από 6000 τράπεζες. Στην πραγματικότητα η Γερμανία δεν ήθελε έλεγχο στις δικές της τράπεζες, γιατί θα αποκαλυπτόταν η προβληματική κεφαλαιοποίησή τους. Αποκαλύπτεται, δηλαδή, ότι την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την ταλανίζουν μόνο τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος αλλά και η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνολικά, που φαίνεται ότι αντιμετωπίζει κινδύνους κατάρρευσης, γεγονός που σφραγίζει και την πορεία, ακόμη και την ύπαρξη, του ευρώ και που με τη σειρά του επιδρά στη συνολική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τελικά η υπόθεση αυτή, πρόσφατα, κατέληξε με ένα συμβιβασμό που δεν αναιρεί τις αντιθέσεις. Στο μέτρο αυτό υπάρχει και μια άλλη, πλευρά που αφορά το κατά πόσο αυτό το άμεσο μέτρο είναι πράγματι άμεσης αποτελεσματικότητας. Υπολογίστηκε ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα χρόνο περίπου. Αλλά στο ίδιο χρονικό διάστημα τα υφεσιακά φαινόμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά θα οξύνονται. Ακόμα  και στην ίδια τη Γερμανία η επιβράδυνση είναι παρούσα. Επομένως δεν είναι εύκολο ακόμη και τα μέτρα που χαρακτηρίζονται ως άμεσα να εφαρμοστούν ως τέτοια και να έχουν την αντίστοιχη άμεση αποτελεσματικότητα.

Το γενικότερο και ευρύτερης σημασίας συμπέρασμα είναι ότι μέχρι τώρα έχει αποδειχτεί ο βαθύτατα ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκφράζεται σε όλους τους τομείς αλλά κυρίαρχα στον οικονομικό τομέα με τη συνεχή εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, που εξαθλιώνουν τους εργαζόμενους και τους αφαιρούν κοινωνικές κατακτήσεις.
Τώρα βρισκόμαστε στη φάση που η Ευρωπαϊκή Ένωση δοκιμάζει την ίδια τη συνοχή της, δηλαδή το εάν είναι ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΙΜΗ ή είναι ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΗ. Τα διαλυτικά φαινόμενα είναι φανερά. Οι σκέψεις που κατά καιρούς αναπτύσσονται και εκδηλώνονται ανοιχτά ακόμη και για διαζύγιο, έστω και βελούδινο, από την ευρωζώνη μέχρι και της ίδιας της Γερμανίας έχουν κατατεθεί. Οι σκέψεις ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βαδίζει προς ένα αδιέξοδο επίσης έχουν κατατεθεί.

Το κατά πόσο θα επιβεβαιωθεί, το εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί (σε ένα ανάλογο παράδειγμα όπως περίπου οι ΗΠΑ) ή αυτό δεν θα πραγματοποιηθεί, θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τις οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες σαφώς και παίζουν το ρόλο τους και τείνουν στο απραγματοποίητο. Κυρίως θα εξαρτηθεί από τη στάση της εργατικής τάξης και το πώς θα τοποθετηθεί στο επίπεδο της ταξικής πάλης και της κρίσης.

Μέχρι τώρα τα οικονομικά φαινόμενα, με τη συνεχώς εντεινόμενη οξύτητά τους, μας δείχνουν, έστω και αχνά, το απραγματοποίητο ή για να το πούμε με διαφορετικό τρόπο τις μεγάλες δυσκολίες για το πραγματοποιήσιμο. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται η τοποθέτηση και η κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Γιατί ο σοσιαλισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απραγματοποίητος.

10. Η στάση της εργατικής τάξης

Δύο βασικά ζητήματα καθορίζουν τη στάση της εργατικής απέναντι στο πρόβλημα που εξετάζουμε: Το πρώτο είναι η στάση της απέναντι στην οικονομική κρίση και το δεύτερο είναι η στάση της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το σοσιαλισμό.

Σε ότι αφορά το πρώτο ζήτημα: Από τη Σελίδα της «Νέας Σποράς» έχουμε ήδη αναπτύξει την άποψη ότι η εκδήλωση της παγκόσμιας γενικής οικονομικής κρίσης επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Ότι η διέξοδος από την οικονομική κρίση πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός. Κατά προέκταση το βασικό καθήκον της εργατικής τάξης και του κόμματό της, του ΚΚΕ, είναι η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας. Η αλλαγή τάξης στην εξουσία.

Πάνω σε αυτό το θέμα παραπέμπουμε τους αναγνώστες της «Νέας Σποράς» στο πρόσφατο άρθρο μας, που αναρτήθηκε στη Σελίδα μας, με τίτλο «Η διέξοδος από την κρίση και η ηγεσία του ΚΚΕ/ Δεύτερο μέρος/ Τα καθήκοντα του Κόμματος μπροστά στην οικονομική καταστροφή».

Σε ότι αφορά το δεύτερο ζήτημα: Η δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης (ΕΠΕ) είχε ως πρώτο και βασικό στόχο την ανάσχεση του σοσιαλισμού, τον έλεγχο και την πάλη ενάντια στη δράση και την ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη. Ταυτόχρονα, βέβαια, έκφραζε και τη θέληση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, μέσα από την ενότητά τους, να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο από την παγκόσμια αγορά, να έχουν ενιαία στάση - πέρα από την ενιαία τους στάση ως προς την ευρωπαϊκή εργατική τάξη, και απέναντι στις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλιακών ενώσεων και μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι πριν απ’ όλα η δημιουργία των ΕΠΕ κατοχυρώνει τα συμφέροντα και τη δράση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Από την άποψη αυτή οι ΕΠΕ οικοδομούνται και εξελίσσονται σε όλα τα επίπεδα - οικονομία, πολιτική, δίκαιο, ασφάλεια και άμυνα, εξωτερική πολιτική, έρευνα, εκπαίδευση, πολιτισμός, δημοκρατικές ελευθερίες, κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων κλπ, με όρους απόλυτα εχθρικούς απέναντι στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Και όχι μόνο αυτό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο υιοθέτησης και εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων δογμάτων από τα συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μπροστά στις δυσκολίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου και ιδιαίτερα με την παγκόσμια γενική οικονομική κρίση, δυσκολεύει σε αφάνταστο βαθμό την άμεση αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Φορτώνει τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης πάνω στις πλάτες των εργαζομένων με τον πιο κυνικό και ωμό τρόπο, που εξαθλιώνουν την εργατική τάξη. Πρόκειται για μια εξαθλίωση που έχει γενικό και απότομο χαρακτήρα. Αυτήν την κατάσταση βιώνουν οι λαοί και οι εργαζόμενοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα.

Συμπέρασμα: Είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί η φύση, οι σκοποί και οι στόχοι της έρχονται σε καθολική αντίθεση με τους σκοπούς και τους στόχους της εργατικής τάξης, του κομμουνιστικού κινήματος, για την έλευση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η ύπαρξη και η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ΕΠΕ, κάτω από οποιαδήποτε μορφή, εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Αυτό το γεγονός καθιστά την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη χώρα μας - αλλά και για οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όρο «εκ των ων ουκ άνευ» και καθήκον του κομμουνιστικού κινήματος της κάθε ξεχωριστής χώρας και του κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικά. Το μόνο που διαφοροποιεί την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο τρόπος της εξόδου, και αυτό ισχύει για κάθε χώρα ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει αυτήν τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από το εάν είναι «μικρή» ή «μεγάλη».

Και όταν λέμε τρόπος εξόδου εννοούμε το εάν η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει από την αστική τάξη της χώρας μας ή από την εργατική τάξη. Και εάν γίνει από την εργατική θα πραγματοποιηθεί με σοσιαλιστική επανάσταση ή πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση.

 Από όσα αναπτύξαμε μέχρι τώρα το αβίαστο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απόλυτα εχθρική απέναντι στους σκοπούς και τους στόχους της εργατικής τάξης, το σοσιαλισμό, κατά συνέπεια, η στάση της εργατικής τάξης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζεται αποκλειστικά από αυτό το γεγονός. Τάσσεται αποφασιστικά υπέρ της εξόδου από αυτήν. Στο πλαίσιο αυτό η εργατική τάξη προσπαθεί με τους αγώνες της να αντιμετωπίσει και τις άμεσες και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, που προέρχονται από την ένταξη της κάθε χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωζώνη.

Όμως, εκτός του ότι η εργατική τάξη πρέπει να καθορίσει τη στάση της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς το σοσιαλισμό, ταυτόχρονα, πρέπει να καθορίσει τη στάση της και ως προς το χαρακτήρα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εδώ πλέον τα πράγματα αποσαφηνίζονται πλήρως για τη συνολική στάση της εργατικής τάξης.

Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα μέτρο που ως προς το χαρακτήρα του μπορεί να αποδοθεί ως αστικό και επείγον:

  Αστικό, γιατί η πραγματοποίησή του δεν προϋποθέτει την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής από αστικές να γίνουν σοσιαλιστικές. Ήδη η συζήτηση που διεξαγόταν για τη διάσπαση της ευρωζώνης σε δύο ζώνες με την υιοθέτηση ενός «σκληρού» και ενός «μαλακού» ευρώ αποδεικνύει ότι το «μέσα» ή «έξω» από το ευρώ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπόθεση των αστικών τάξεων πρωταρχικά. Η περίπτωση της Σκωτίας που διεκδικεί αυτήν τη στιγμή την ανεξαρτησία της από τη Μεγάλη Βρετανία - με δημοψήφισμα που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, με αστική κυβέρνηση τον προσεχή Οχτώβρη, δεν προϋποθέτει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Μ. Βρετανία. Και αυτή θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα για το εάν θα παραμείνει ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

  Επείγον, γιατί η εργατική τάξη της κάθε χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζει τις βαρύτατες συνέπειες των ενιαίων οικονομικών πολιτικών (και όχι μόνο) που εφαρμόζονται και έχουν φέρει ειδικά τις οικονομίες των αδύνατων κρατών - μελών σε θέση χρεοκοπίας και που αυτές οι οικονομικές πολιτικές δεν προβλέπεται να αλλάξουν. Για τη χώρα μας π.χ. η λιτότητα θα διαρκεί μέχρι η σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και ΑΕΠ θα γίνει 60%! Αν υπολογίσει κανείς ότι στα «χαρτιά» ο σχεδιασμός προβλέπει το 2022 το χρέος να είναι στο 110% περίπου του ΑΕΠ (εάν θα είναι), τότε, μπορεί και να καταλάβει για το πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να φτάσει το χρέος στο 60% επί του ΑΕΠ και το πότε θα λήξει το καθεστώς λιτότητας, δηλαδή εξαθλίωσης της εργατικής τάξης.

Το συμπέρασμα είναι ότι αφού η αστική τάξη της χώρας μας όχι μόνο αρνείται αλλά και επιβεβαιώνει την παραμονή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως στρατηγική της επιλογή, τότε, το καθήκον της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση απομένει να πραγματοποιηθεί από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Αυτό ακριβώς το γεγονός επιβάλλει στην εργατική τάξη να διεκδικεί με τους αγώνες της την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά παράλληλα απαιτεί και την αλλαγή τάξης στην εξουσία.

(Ακολουθεί το πέμπτο μέρος)
Περισσότερα... "

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Τα λάθη τακτικής της ηγεσίας του Κόμματος κατά την περίοδο των εκλογών του Μάη και Ιούνη Μέρος τρίτο


6. Η επίδραση της χρεοκοπίας και της κρίσης στη λαϊκή συνείδηση

Τι σημαίνει, πρακτικά, για τη ζωή του έλληνα εργαζόμενου, για την καθημερινότητά του και για το μέλλον του, αυτή η οικονομική χρεοκοπία, που αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση - παγκόσμια, ευρωενωσιακή και ελληνική και που δεν προβλέπεται να ξεπεραστεί ούτε σύντομα ούτε χωρίς βαρύτατες συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα αλλά και για την ίδια την άρχουσα τάξη, που ένα μέρος της οπωσδήποτε θα καταστραφεί;

• Σημαίνει την κατάρρευση ενός οράματος και μιας πολιτικής. Τη χρεοκοπία μιας προοπτικής, της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής προοπτικής, για την οποία χύθηκε πολύ μελάνι και για την οποία εκτέθηκε όλη η αστική διανόηση, μαζί της και εκείνη η διανόηση, που διεκδικούσε αριστερές ανανεωτικές δάφνες αξιοποιώντας τις (απαρνημένες) αριστερές καταβολές της.

• Σημαίνει την έλλειψη σιγουριάς για το «απ’ εδώ και μπρος» και «προς τα πού», την επανατοποθέτηση του πολιτικού, του οικονομικού και του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας μας. Γιατί τι βλέπει ο εργαζόμενος λαός; Βλέπει από την Άνοιξη του 2010 - για να μην πάμε πιο παλιά, να υπογράφονται και να εφαρμόζονται μνημόνια, δανειακές συμβάσεις, μεσοπρόθεσμα προγράμματα, εφαρμοστικοί νόμοι, να παίρνονται σκληρά αντιλαϊκά μέτρα σε κάθε επίπεδο, όμως, η κρίση να μην ξεπερνιέται ούτε στη χώρα μας αλλά ούτε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το δημόσιο χρέος να μην αντιμετωπίζεται. Αντίθετα η κρίση να βαθαίνει και παρά τα μέτρα που παίρνονται οι ημερομηνίες για την πολυπόθητη ανάκαμψη όλο και να μετατοπίζονται για αργότερα. Από το 2010 πήγαν στο 2012 μετά πήγαν στο 2014 για να μετατεθούν ξανά για το 2016 και βλέπουμε…

• Σημαίνει, παραπέρα, την ανάπτυξη αντιφατικών συναισθημάτων μέσα στο λαό και τους εργαζόμενους - τιμωρίας για τους υπεύθυνους από τη μια και ανησυχίας και φοβίας για το μέλλον τους από την άλλη, και μέσα σε ένα καθεστώς εντεινόμενης ανέχειας, χωρίς να έχουν κάτι χειροπιαστό και σίγουρο μπροστά τους και στο πλαίσιο ενός διεθνούς περιβάλλοντος οικονομικής και γενικότερης κρίσης που τους πιέζει ασφυχτικά, , που τελεί κάτω από τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό αλλά και κάτω από τον ισχυρό απόηχο των αντεπαναστατικών ανατροπών των καθεστώτων των σοσιαλιστικών χωρών της Κ. και Αν. Ευρώπης, της αναβίωσης του φασισμού και της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος. Με λίγα λόγια δεν «βλέπουν» να υπάρχει μέλλον, πολύ περισσότερο δεν κατασταλάζουν εύκολα στο ποιο πρέπει να είναι αυτό το μέλλον.

Και, έτσι, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, στις εκλογές της 6ης του Μάη, και μέσα σε ένα κλίμα σημαντικής ελευθερίας και κινητικότητας των λαϊκών μαζών αυτές «περιορίστηκαν» - από πρώτη ματιά, στην τιμωρία. Και τα αστικά κόμματα του δικομματισμού τιμωρήθηκαν. Το αστικό πολιτικό σύστημα δέχτηκε ένα πολύ καθαρό και ισχυρότατο χτύπημα από τη λαϊκή ετυμηγορία. Αυτό δείχνει το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης. Ένα χτύπημα που μόνο με όρους πολιτικής κρίσης μπορεί να αντιμετωπιστεί και να εκτιμηθεί.

Κι αυτό το χτύπημα τα αστικά κόμματα το κατάλαβαν πολύ καλά και το μέτρησαν, επίσης, πολύ καλά, γιατί από μόνο του αυτό το γεγονός είναι μια ισχυρή πράξη αντίστασης των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών στο σύνολό τους. Μια πράξη που δείχνει ότι τα εργατικά - λαϊκά αντανακλαστικά είναι ευαίσθητα και λειτουργούν και πάνω απ’ όλα κατανοούν.

Από την άλλη , όμως, οι λαϊκές μάζες δεν ήταν, και δεν είναι ακόμη, έτοιμες να απαρνηθούν άμεσα και ολοκληρωτικά το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (πολύ περισσότερο δεν είναι έτοιμες να δεχτούν και να αγωνιστούν για το σοσιαλισμό). Πρόκειται για μια «εξ ανάγκης και καταναγκαστική σχέση».

Εδώ, είναι φανερό, ότι παίζει ρόλο ο φόβος αλλά και η έλλειψη ενός εναλλακτικού και συγκεκριμένου προγράμματος, που με  βάση την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων θα αφορούσε σε ώριμα και συγκεκριμένα κρατικομονοπωλιακά μέτρα, που θα αποτελούσαν και συγκεκριμένα βήματα προς το σοσιαλισμό στο επίπεδο της υλικής βάσης της κοινωνίας αλλά θα χρησίμευαν και ως αποφασιστικός μοχλός ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα.

Κι αυτά τα δύο χαρακτηριστικά - το φόβο και την έλλειψη εναλλακτικού προγράμματος, τα δείχνουν πολύ καθαρά τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης του Μάη. Τα αστικά κόμματα και αυτήν την πλευρά του εκλογικού αποτελέσματος την κατάλαβαν και τη μέτρησαν πάρα πολύ καλά. Και την αξιοποίησαν για να θέσουν τα διλήμματά τους. Άλλωστε είναι αυτά τα κόμματα που καλλιεργούν συστηματικά αυτόν το φόβο και τη χυδαία κινδυνολογία.

Μπροστά στο γεγονός της έλλειψης ενός τέτοιου προγράμματος, μπροστά στο γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος πρακτικά είχε κάνει ένα άλμα προς τα μπρος μιλώντας ουσιαστικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση, οι λαϊκές μάζες «πιάστηκαν» από το «χειροπιαστό» επιχείρημα της αντιμετώπισης της μνημονιακής πολιτικής και σε συνδυασμό με τις αλλοπρόσαλλες θέσεις της ηγεσίας του Κόμματος για το ζήτημα της διακυβέρνησης (στην πραγματικότητα πριμοδότηση της ακυβερνησίας κλπ.)  στράφηκαν και ενίσχυσαν το ΣΥΡΙΖΑ. Κανείς δεν δικαιούται να αντιστρέφει την πραγματικότητα, να κατηγορεί τις λαϊκές μάζες ότι παρασύρθηκαν από τις αυταπάτες τους.

Το γεγονός, όμως, ότι στις εκλογές της 6ης του Μάη ο ελληνικός λαός τιμώρησε το δικομματισμό και το ΛΑΟΣ αποδεικνύει καθαρά ότι καταδίκασε στο πρόσωπό τους και τη μνημονιακή πολιτική. Η μνημονιακή πολιτική είναι η γενικευμένη έκφραση της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για την Ελλάδα ισχύει και εφαρμόζεται μέσα από επίσημες συμφωνίες. Εμμέσως μεν πλην σαφώς καταδίκαζε, ταυτόχρονα, και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η καταδίκη της μνημονιακής πολιτικής ήταν στοιχείο πολιτικής ωρίμανσης του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα αν αυτή δεν έφτασε μέχρι την ανοιχτή καταδίκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο επίπεδο της απαίτησης για αποδέσμευση απ’ αυτήν.

Είναι απόλυτα ισχυρό το συμπέρασμα ότι ο ελληνικός λαός, με το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης του Μάη, δημιούργησε ένα σοβαρό ρήγμα στην εξ ανάγκης και καταναγκαστική σχέση του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέτοιο ρήγμα που την αστική τάξη της χώρας μας την έζωσαν τα φίδια για την πραγματικότητα που έτεινε να διαμορφωθεί, παρά το γεγονός ότι την ίδια στιγμή επικαλούνταν τις δημοσκοπήσεις που καταδείκνυαν ότι το 80%, και παραπάνω, του ελληνικού λαού δεν ήθελε την έξοδο από το ευρώ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και από ποιο στοιχείο αποδεικνύεται ότι την αστική τάξη την έζωσαν τα φίδια; Από το γεγονός ότι και τα τρία κόμματα που σήμερα αποτελούν την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεσμεύτηκαν από τα πριν, πριν δηλαδή τις εκλογές της 17ης του Ιούνη, ότι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες οι εκλογές του Ιούνη θα πρέπει να δώσουν κυβέρνηση. Ήταν το κύριο στοιχείο της πολιτικής τους στάσης.
Σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η γνώμη του ελληνικού λαού σε σχέση με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μεταστραφεί. Το ποσοστό απόρριψης και δυσπιστίας ως προς το ευρώ και την Ευρωπαϊκής Ένωση ξεπερνάει το 60%, μετά και την πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα μας από την τρικομματική κυβέρνηση. Και αυτό το στοιχείο είναι το κύριο στοιχείο της πολιτικής κρίσης και της στάσης του ελληνικού λαού απέναντι στο αστικό πολιτικό σύστημα. Οι «από κάτω» δεν εμπιστεύονται τους «από πάνω» αλλά δεν εμπιστεύονται και το ευρώ ούτε και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παραπέρα ο ένας από τους δύο πυλώνες του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ, διαλύεται και αυτό το γεγονός δεν πρέπει να αξιολογηθεί μόνο από την άποψη της κατάντιας ενός σοσιαλδημοκρατικού αστικού κόμματος αλλά, ως διαλυτικό στοιχείο του αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμη και από την άποψη ότι η ανασύσταση του δικομματισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί ο ελληνικός λαός διαθέτει πολύ  μεγάλη συσσωρευμένη εμπειρία. Με άλλα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ εκτίθεται σε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους απ’ ότι το ΠΑΣΟΚ μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από την πλευρά του τη δεκαετία του ’80.

7. Η επιμονή της άρχουσας τάξης στην ίδια στρατηγική

Παρ’ όλα αυτά - τα όσα και όποια συνέβησαν στο επίπεδο της οικονομίας της χώρας, η αστική τάξη της χώρας μας, αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον, επιμένει στην ίδια στρατηγική αντίληψη και δεν είναι δυνατόν να μην επιμένει. Κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει ότι η αστική τάξη δεν παραιτείται ποτέ από τους στόχους της, πολύ περισσότερο που αυτοί έχουν να κάνουν με την ίδια τη στρατηγική της, με το πώς αντιλαμβάνεται τους γενικότερους, γεωστρατηγικούς, όρους ύπαρξή της. Ότι διαθέτει απόθεμα μεγάλης πολιτικής εμπειρίας και ικανότητα στους χειρισμούς. Κι αυτό αποδείχτηκε.

Ο πρόεδρος του ΣΕΒ έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αδιαπραγμάτευτη επιλογή, ανεξάρτητα αν ταυτόχρονα δήλωνε παλιότερα ότι το μνημόνιο είναι ξεπερασμένο. Η δήλωση αυτή δεν αποσκοπούσε στο ξεπέρασμα της μνημονιακής πολιτικής. Αντίθετα. Ο ΣΕΒ επιμένει στην εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής. Ο ΣΕΒ δεν προστέθηκε στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, όπως ορισμένοι βιάστηκαν να του προσάψουν μια τέτοια κατηγορία για να καταλήξουν σε λάθος συμπεράσματα.

Γι αυτό άλλωστε στα διλήμματα, που τέθηκαν κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις «μέσα ή έξω» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, «ευρώ ή δραχμή» απάντησε και απαντάει με έμφαση «μέσα» και «ευρώ». Απαντάει μ’ αυτόν τον τρόπο αγνοώντας, ακόμη, και τις παραινέσεις οικονομικών αναλυτών - ξένων και ελλήνων, που δεν έχουν καμία σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα, που κινούνται στο έδαφος της πραγματικότητας και που προτρέπουν για την έξοδο της χώρας μας, τουλάχιστον, από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή (μερικοί προτρέπουν και για συνολική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Το αποτέλεσμα, βέβαια,  μιας ανάλογης κίνησης θα είναι η δραχμή να υποτιμηθεί σε σχέση με το ευρώ  (και άλλα νομίσματα) αλλά η χώρα, εκ των πραγμάτων, θα έχει κάνει ένα πρώτο βήμα να ανακτήσει τα οικονομικά της εργαλεία και πάλι, με πρώτο το νόμισμα. Σε αυτό το γεγονός ελπίζουν και οι παραπάνω οικονομολόγοι. Αναγκαστική εναλλακτική κίνηση - για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, για λογαριασμό της άρχουσας τάξης, την οποία η αστική τάξη της χώρας την απορρίπτει, προς το παρόν, αλλά που μπορεί να αποτελέσει και ένα καταφύγιο γι αυτήν.

Οι αναλυτές αυτοί υπολογίζουν ότι με την έξοδο από το ευρώ, και μένοντας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα μας θα κατορθώσει να αξιοποιήσει οικονομικούς τομείς που διαθέτει πλεονέκτημα, όπως ο τουρισμός λ.χ., και θα κατορθώσει να ανακάμψει περνώντας, φυσικά, μια πολύ δύσκολη οικονομική περίοδο, μικρότερη ή μεγαλύτερη, που θα τη ζήσει στο πετσί του ο ελληνικός λαός υφιστάμενος πολύ σοβαρές θυσίες. Οπότε μπορεί να ελπίζει ότι θα επανέλθει ξανά στο ευρώ και στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια κίνηση που απαλλάσσει από ορισμένα βάρη και την Ελλάδα και τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μια τέτοια κίνηση είναι μέσα στους προβληματισμούς τους.

Ένας τέτοιος, παρόμοιος, προβληματισμός είχε εκφραστεί και από τους πιο έγκυρους και πιο επίσημους οικονομικούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, πριν την τελική συμφωνία για το δεύτερο μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση. Η άρνηση Βενιζέλου στην πρόταση - ενδεχόμενο του Σόϊμπλε αντανακλά τη σταθερή, για την ώρα, θέση της άρχουσας τάξης για την παραμονή της στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

8. Η έξοδος και τα παρεπόμενα της εξόδου από το ευρώ

Πρέπει να πούμε, όμως, ότι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή, ενώ, από τη μια, ανοίγει μια προοπτική ανάκτησης των οικονομικών εργαλείων, από την άλλη, δεν σημαίνει και ολοκληρωτική ανάκτηση αυτών των οικονομικών εργαλείων της για την άσκηση μιας αυτοτελούς οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, που, με την όποια προσδοκώμενη επιτυχία, θα οδηγούσε την οικονομία σε έξοδο από την κρίση, ούτε ότι θα έπαυε να υπάρχει ο κίνδυνος της επίσημης χρεοκοπίας της χώρας.

Επίσης, δεν σημαίνει ότι δεν θα επηρεαζόταν  αποφασιστικά από την ασκούμενη οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως τη δημοσιονομική, πολύ περισσότερο από την οικονομική της κρίση, ότι θα απαλλασσόταν εύκολα από τα βάρη των δανειακών της υποχρεώσεων. Επομένως η έξοδος από το ευρώ με την ταυτόχρονη παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί μια σίγουρη λύση του οικονομικού της προβλήματος, της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας, της αναπτυξιακής της προοπτικής.

Είναι, όμως, μια «λύση» που αντιστοιχεί σε μια πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας μας και σε μια εξίσου πραγματική οικονομική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συμβαίνει και με άλλες χώρες αυτή τη στιγμή. Άλλωστε η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά ισχυρές χώρες όπως η Γερμανία, αντιμετωπίζουν, χωρίς επίσημα να το παραδέχονται, και την περίπτωση μιας «καθώς πρέπει»  εκδίωξης της χώρας από το ευρώ με την ταυτόχρονη παραμονή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια πιθανή έξοδος από το ευρώ είναι μια σημαντική, έστω κι αν είναι μερική, αναίρεση της στρατηγικής επιλογής της αστικής τάξης της χώρας, ένα καθαρό και απ’ ευθείας χτύπημα στο «όραμά» της. Πολύ περισσότερο που το αρχικό οικονομικό πρόταγμα ήταν επενδυμένο με πολλές υποσχέσεις και το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι τραγικό για τον ελληνικό λαό αλλά και για την ίδια την αστική τάξη, γιατί, όπως ήδη σημειώσαμε, σήμαινε και τη μερική της καταστροφή.

Όλα τα παραπάνω αφορούν στο επίπεδο της οικονομίας. Στο επίπεδο της πολιτικής το πρόβλημα της εξόδου από το ευρώ θα αντιμετωπιζόταν είτε από τις αστικές δυνάμεις προς όφελος της άρχουσας τάξης (και, στην καλύτερη περίπτωση, κάτω από την πίεση ενός εργατικού και γενικότερα λαϊκού κινήματος, που θα αντιπάλευε τη μνημονιακή πολιτική με άμεσο στόχο την αποδέσμευση από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση), και με την έννοια αυτή σαφώς θα είχε και τις αντίστοιχες οικονομικές συνέπειες σε βάρος των λαϊκών μαζών,  είτε από τις αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δημοκρατικές δυνάμεις προς όφελος των αντίστοιχων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπούσαν, και στο πλαίσιο αυτό θα αντιμετώπιζε τις όποιες οικονομικές συνέπειες μέσα από ένα συγκεκριμένο οικονομικό και αναπτυξιακό πρόγραμμα, που δεν θα επέτρεπε η έξοδος από το ευρώ να μετατραπεί σε μπούμερανγκ για τις λαϊκές μάζες.

 Άρα το δίλημμα αυτό ήταν και είναι πραγματικό δίλημμα και η άρχουσα τάξη, ως προς την ουσία του διλήμματος και για δικό της λογαριασμό, δεν παραπλανούσε τις λαϊκές μάζες στις εκλογές. Το δίλημμα αυτό τέθηκε για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της χώρας μας και της χρεοκοπίας από την πλευρά της άρχουσας τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων και απάντησαν ότι προϋπόθεση για να ξεπεραστεί η κρίση είναι η συμμετοχή στο ευρώ με κάθε κόστος.

Και ήταν και εξακολουθεί να είναι πραγματικό όχι μόνο για τις δυνάμεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Είναι πραγματικό και για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τις πολιτικές του δυνάμεις, γιατί μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είχε και θα έχει και τώρα οπωσδήποτε επιπτώσεις στην ευρωενωσιακή προοπτική. Όχι μόνο στο πολιτικό, το ιδεολογικό - οραματικό επίπεδο αλλά άμεσα και στο οικονομικό.

Μόνο να πάρει υπόψη κανείς τους εκφρασμένους φόβους από κορυφαίους παράγοντες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα μεταφέρει «τις πιέσεις» της κρίσης πιο αποφασιστικά πάνω στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία ακόμη και στην ίδια τη Γαλλία, στο τέλος και στην Γερμανία, αρκεί για να καταλάβει το μέγεθος της κρίσης που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της και πως η θεωρία του «ντόμινο» δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα.

Πρέπει, επίσης, να πάρει κανείς υπόψη του και το βαθμό επίδρασης και ποιο θα είναι το πραγματικό αντίκρισμα στους λαούς και τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το τι θα σημάνει για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει το «ξήλωμα» της ευρωζώνης, και να ξεκινήσει από τη «μικρή» Ελλάδα και να επιφέρει μια μεγάλη ανατροπή στην κρατούσα κατάσταση.

Τότε θα καταλάβει ότι ο προβληματισμός και οι φόβοι της αστικής τάξης της χώρας μας αλλά και των ευρωπαϊκών ελίτ έχουν πραγματική βάση και ότι δεν είναι μόνο οικονομικοί αλλά και πολιτικοί, ανεξάρτητα από το εάν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν και να δώσουν λύση στο ελληνικό (και στο ευρωενωσιακό) πρόβλημα, ανεξάρτητα από το εάν το ίδιο το πρόβλημα το χρησιμοποιούν ως δίλημμα για να τρομοκρατούν και να παραπλανούν τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την ουσία της οικονομικής και γενικότερης πολιτικής, για την ανάγκη ύπαρξης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γι αυτόν ακριβώς το λόγο παρατηρήσαμε να εξελίσσονται δύο παράλληλα γεγονότα:

• Από τη μια, να κατασυκοφαντείται ο ελληνικός λαός από επίσημους και ανεπίσημους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι καταναλώνει περισσότερα απ’ ότι παράγει (η συρρίκνωση και η καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι γεγονός, μόνο που οφείλεται στον επιβεβλημένο και ανισότιμο καταμερισμό εργασίας που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση), ότι δεν πληρώνει τους φόρους του, ότι δεν τηρούν οι Έλληνες τα συμφωνημένα προγράμματα για το ξεπέρασμα της κρίσης και άλλα πολλά, γεγονός που προβάλλεται ως άλλοθι για να μην επιδράσει μια ενδεχόμενη εκδίωξη της Ελλάδας από το ευρώ στους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

• Από την άλλη, στο εσωτερικό της χώρας, να εντείνεται στο έπακρο η επίσημη επιχειρηματολογία ότι πρέπει να εφαρμοστεί η μνημονιακή πολιτική, ότι οι δανειστές της πρέπει να πάρουν τα κεφάλαιά τους πίσω για να μπορέσει η Ελλάδα να είναι αξιόπιστη προς τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να εξασφαλίσει , έστω ως ελάχιστο αίτημα, τη διετή παράταση των συμφωνημένων, πράγμα που έγινε, για να παραμείνει η χώρα μας στο ευρώ. «Έχουμε ανάγκη από μερικές ανάσες» δήλωνε μπροστά στην Μέρκελ ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, με μια πολιτική συμπεριφορά υποτέλειας. Η εφαρμογή βέβαια της μνημονιακής πολιτικής έχει ήδη εξαθλιώσει τους εργαζόμενους και η πλήρη της εφαρμογή, και για πολλά χρόνια, θα τους εξαθλιώσει ακόμη περισσότερο.

Σήμερα, η στάση των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει σχετικά διαφοροποιηθεί και εκφράζουν το σεβασμό τους, τον πόνο τους και το θαυμασμό τους για τον ελληνικό λαό και τις θυσίες του, την πίστη τους ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ, αλλά όλα αυτά μετά τους όρκους υποτέλειας που έδωσε η τρικομματική κυβέρνηση προς τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα τη μνημονιακή πολιτική και μετά τις διαβεβαιώσεις ότι οι δανειστές της χώρας «θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω», που, βέβαια, είναι «τα δικά μας λεφτά», και με τους όρους που αυτοί θέτουν.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει και τώρα να πούμε ότι ακόμη τίποτα δεν έχει διασφαλιστεί ως προς τη συμμετοχή της χώρας μας στο ευρώ. Πολλοί αστοί οικονομικοί σχολιαστές μιλάνε για στοίχημα που δεν έχει κερδηθεί και άλλοι συστήνουν συγκρατημένη αισιοδοξία. Φυσικά στο ζήτημα αυτό θα παίξουν ρόλο και οι εξελίξεις στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πώς θα εξελιχθεί η κρίση της και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της και διεθνώς. Κατά προτεραιότητα πάντα η σχέση δολαρίου και ευρώ.

Συμπέρασμα:

•  Το δίλημμα «μέσα ή έξω από το ευρώ», είναι πραγματικό και για την εργατική τάξη, όχι μόνο για την αστική τάξη, επομένως και για το κόμμα της, γιατί πριν απ’ όλα παραμονή στο ευρώ και η εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής σημαίνουν ατελείωτες θυσίες για την εργατική τάξη, καταστροφή για τα μικροαστικά στρώματα, χωρίς σίγουρη έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.

• Αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο «πρόβλημα» της αστικής τάξης για το οποίο πρέπει να αδιαφορεί η εργατική τάξη. Είναι κατ’ εξοχήν «δικό» της πρόβλημα, γιατί πάνω στο έδαφος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα θα αποδείξουν αν είναι σε θέση να αναλάβουν τις τύχες της χώρας και αν διαθέτουν πρόταση διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία.

• Το σημαντικότερο. Αυτή η κατάσταση που δημιουργείται από τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ είναι το πραγματικό έδαφος πάνω στο οποίο η εργατική τάξη και το κόμμα της θα προσπαθήσουν την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία να τη μετατρέψουν σε πολιτική κρίση και επαναστατική κρίση. Και ένα από τα στοιχεία της πολιτικής κρίσης (και όχι το πρώτο ούτε και το μόνο) ήταν η μετακίνηση των 3.5 εκατ. ψηφοφόρων και το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη.

• Παραπέρα, το δίλημμα αυτό είναι πραγματικό και για την εργατική τάξη συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ  θα όξυνε παραπέρα την κρίση στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα επιθυμητό, κι αυτή θα ήταν η μεγάλη συνεισφορά της εργατικής τάξης της χώρας μας προς όλους τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή, η τοποθέτηση της εργατικής τάξης της Ελλάδας με όρους παραπέρα όξυνσης της κρίσης και της ταξικής πάλης σε ευρωενωσιακό επίπεδο.

• Τελικά, η έξοδος από το ευρώ θα έδινε μια δυνατότητα παραπάνω στη χώρα μας να ανακτήσει την οικονομική της πολιτική, σαφώς αυτή η δυνατότητα θα ήταν υπονομευμένη αν η Ελλάδα αποχωρούσε μόνο από το ευρώ, πολύ περισσότερο αν αυτή η ανάκτηση - μετά από εθελοντική ή και υποχρεωτική έξοδο, πραγματοποιούνταν από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, γεγονός που αναγκαστικά θα συντηρούσε  τους όρους, πολιτικούς και οικονομικούς της εξόδου από το ευρώ και της παραπέρα οικονομικής και αναπτυξιακής πορείας της χώρας, προς όφελος της άρχουσας τάξης και όπως αυτή θα την ήθελε και σχεδίαζε.

• Αυτό το γεγονός από μόνο του (η ανάκτηση των οικονομικών εργαλείων εκ μέρους της χώρας) είναι αναγκαία συνθήκη - προϋπόθεση στο επίπεδο της οικονομίας αλλά για να καταστεί και ικανή συνθήκη για μια άλλη οικονομική και αναπτυξιακή προοπτική προς όφελος των εργαζομένων πρέπει να την αναλάβουν και πολιτικά να τη διαχειριστούν οι αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, η εργατική τάξη και τα μικροαστικά  στρώματα της πόλης και της υπαίθρου με βάση μια άλλη προγραμματική - αναπτυξιακή πρόταση. Γεγονός που σημαίνει και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την πλευρά τους με τους δικούς τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους.

Η άρχουσα τάξη σύνδεσε το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» με το «μέσα ή έξω» από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπεράσπιση του ευρώ παρέπεμπε ευθέως σε συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Το ερώτημα είναι: Η επιστροφή στη δραχμή και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα παραπέμπει σε έξοδο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η απάντηση, σύμφωνα με όσα εκθέσαμε, παραπέμπει ευθέως στην έξοδο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και εδώ, πλέον, το δίλημμα μετατίθεται από το πεδίο της οικονομίας στο πεδίο της πολιτικής και της τακτικής. Αλλά αυτό το θέμα θα αντιμετωπιστεί σε επόμενη συνέχεια.


(Ακολουθεί το τέταρτο μέρος)
Περισσότερα... "

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Τα λάθη τακτικής της ηγεσίας του Κόμματος κατά τη περίοδο των εκλογών του Μάη και Ιούνη Μέρος δεύτερο


3. Η στρατηγική της άρχουσας τάξης

Η αστική τάξη της χώρας μας έχει κάνει μια επιλογή στρατηγικής σημασίας. Έχει εντάξει τη χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να εξυπηρετήσει και να σιγουρέψει, μέσα από την ενότητα των αστικών ευρωπαϊκών τάξεων, τα συμφέροντά της. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι κατοχυρώνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και τα κέρδη της καλύτερα. Ότι με βάση το πρόταγμα της δυτικής αστικής δημοκρατίας και του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού ενισχύει το πολιτικό της σύστημα. Είναι φυσικό επακόλουθο, λοιπόν, τα κόμματα που την εκπροσωπούν να τάσσονται υπέρ της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Την ίδια στιγμή και στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού και του ιμπεριαλιστικού ρόλου, που θέλει να παίξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελληνική αστική τάξη έβλεπε, και εξακολουθεί να βλέπει, τη δυνατότητα να επεκταθεί αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που της παρείχε το καθεστώς μιας παγκόσμιας απελευθερωμένης αγοράς στη διακίνηση των κεφαλαίων. Παράλληλα, και στο ίδιο πλαίσιο, τώρα, θέλει να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει την οικονομική κρίση της χώρας. Αυτή είναι η επιλογή της αστικής τάξης που εφαρμόζεται μέχρι τώρα. Όμως…

Με την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις που την εκπροσωπούσαν ήταν υποχρεωμένες, εκ των πραγμάτων, να παραχωρήσουν εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το πρώτο πράγμα που παραχώρησαν ήταν το σύνολο των οικονομικών εργαλείων με τα οποία ασκούσαν την οικονομική και αναπτυξιακή τους πολιτική.

Κατάργησαν τη δραχμή, έχασαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δικιά τους νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, δέχτηκαν τις συνέπειες του παγκόσμιου νομισματικού πολέμου, κύρια ανάμεσα στο ευρώ και το δολάριο, εντάχθηκαν σε έναν ανισότιμο οικονομικό καταμερισμό, δεν μπορούσαν να ασκήσουν δικιά τους αναπτυξιακή πολιτική, γιατί υποτάχθηκαν στις ευρωενωσιακές επιλογές και τον ευρωενωσιακό καταμερισμό εργασίας, δέχτηκαν την εξασκούμενη δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική, επηρεάστηκαν πολύ πιο ουσιαστικά από τον ευρωενωσιακό και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό στην παραγωγική διαδικασία.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής, της στρατηγικής σημασίας, επιλογής που έκανε η αστική τάξη της χώρας μας και οι κυβερνήσεις της στο επίπεδο της οικονομίας;

Προφανώς η απάντηση είναι μία και μοναδική. Οδήγησαν την οικονομία της χώρας μας στη χρεοκοπία και στον άκρατο δανεισμό. Υπονόμευσαν, αποδιάρθρωσαν, συρρίκνωσαν και κατέστρεψαν την παραγωγική της βάση. Απομείωσαν έως και εκμηδένισαν τις αναπτυξιακές της δυνατότητες. Έριξαν κατά 25%, τουλάχιστον, την ανταγωνιστικότητά της. Αύξησαν τις εισαγωγές και μείωσαν απελπιστικά τις εξαγωγές εκτινάσσοντας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στα ύψη. Αύξησαν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας.

Παραπέρα. Ιδιωτικοποίησαν κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας για πενταροδεκάρες. Αύξησαν τη φορολογία των εργαζομένων και αντίστοιχα μείωσαν τους φόρους των καπιταλιστών. Τροφοδότησαν με δωρεάν χρήμα και εγγυήσεις τις τράπεζες. Κατακρεούργησαν τους μισθούς των εργαζομένων, στο πλαίσιο της σταθερής εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλει η δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατάργησαν  στην ουσία τις συλλογικές συμβάσεις. Προώθησαν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ρήμαξαν τις συντάξεις. Εκτίναξαν την ανεργία, ιδιαίτερα των νέων, σε πρωτοφανή επίπεδα, αναζωπύρωσαν τη μετανάστευση, αυτή τη φορά νέων επιστημόνων.

Την ίδια στιγμή. Φόρτωσαν τα χρέη που δημιούργησαν οι καπιταλιστές στις πλάτες του ελληνικού λαού, εκτινάσσοντας το δημόσιο χρέος εκτός ακόμη και των πιο επικίνδυνων προβλεπόμενων αστικών ορίων, αύξησαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Έδειξαν την ετοιμότητά τους και αποδέχτηκαν, δια μέσου των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, να εκποιήσουν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της χώρας.

Και όχι μόνο αυτά. Εκεί που η αστική τάξη της χώρας μας προσδοκούσε στην επέκτασή της εισέπραξε τελικά και τη δική της μερική καταστροφή. Μόνο ένα τμήμα της, το ισχυρότερο, επωφελήθηκε από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα παραπάνω είχαν σαν συνέπεια να ενισχυθεί η εξάρτηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Δεν επεκτεινόμαστε αυτή τη στιγμή σε άλλους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στη χώρα μας.

Με δυο λόγια πλήρης αποτυχία! Γιατί είναι πλήρης αποτυχία όταν η οικονομία της χώρας χρεοκοπεί και όταν επισήμως από τα αστικά κόμματα γίνεται αποδεκτή αυτή η αποτυχία μέσα από την αποδοχή της ανεπίσημης χρεοκοπίας ή του κινδύνου της επίσημης χρεοκοπίας. Η αστική τάξη απέδειξε ότι τα ταξικά της συμφέροντα έφεραν σε χρεοκοπία τη δική της οικονομία και το δικό της κράτος. Γι αυτό και η αποτυχία της είναι πλήρης και αποκλειστικά δική της. Θέση μας είναι ότι η Ελλάδα είναι ήδη μια χρεοκοπημένη χώρα ανεξάρτητα από το εάν αυτή η χρεοκοπία δεν έχει γίνει επισήμως αποδεκτή. Χρεοκοπημένη είναι κάθε χώρα που αδυνατεί να ξεπληρώσει κανονικά τα χρέη της.

Κάτω από αυτούς τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους η χώρα βάδιζε προς τις εκλογές της 6ης του Μάη. Και όλα έδειχναν ότι η ελληνική κοινωνία θα βρισκόταν μπροστά σε ένα νέο πολιτικό τοπίο. Ακόμη και τα επίσημα γκάλοπ δεν μπορούσαν να αποφύγουν να αναγνωρίσουν ότι η χώρα βρισκόταν μπροστά στην αποδυνάμωση του δικομματισμού και στην ανάδειξη μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας. Απόδειξη ότι ακόμη και ο πιο έγκυρος αστικός τύπος προετοίμαζε τον ελληνικό λαό στην ίδια κατεύθυνση.  Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης του Μάη επιβεβαίωσε τις προβλέψεις και έτσι ανοίγει μια νέα πολιτική περίοδος για τη χώρα μας.

Σε αυτό το σημείο έχει σημασία να καταθέσουμε την παρακάτω επισήμανση: Ο ελληνικός λαός πηγαίνει προς τις εκλογές και έχει μπροστά του ως άμεσο γεγονός τη χρεοκοπία της χώρας, που σημαίνει, με διαφορετικά λόγια, ότι έχει μπροστά του τη χρεοκοπία της στρατηγικής της άρχουσας τάξης. Αυτό το γεγονός, όμως, δεν το κατανοεί με όρους αλλαγής τάξεων στην εξουσία. Τα εκλογικά αποτελέσματα της 6ης του Μάη επιβεβαιώνουν αυτήν την εκτίμηση. Το κύριο στοιχείο που προκύπτει από τις εκλογές της 6ης του Μάη είναι η αποφασιστική αποδυνάμωση του δικομματισμού και του ΛΑΟΣ. Δηλαδή των κομμάτων που είχαν σχηματίσει κυβέρνηση.

Η ηγεσία του Κόμματος, από τη μια, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος των μετακινήσεων που γίνονται, πράγμα που το έχει ομολογήσει η ίδια, από την άλλη πρέπει να δώσει μια εκλογική μάχη πάνω στο έδαφος των πραγματικών αντιθέσεων που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία. Και εδώ διαπράττει το δεύτερο λάθος.

4. Οι πραγματικές αντιθέσεις στην ελληνική κοινωνία

Α. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε εισαγωγικά, για τις ανάγκες του θέματος που εξετάζουμε, είναι ότι θα αντιμετωπίσουμε τις κοινωνικές αντιθέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνουν την κατανόηση των διλημμάτων, των ζητημάτων τακτικής και το κρίσιμο θέμα της διακυβέρνησης.
Σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία, και στη χώρα μας, οι βασικές κοινωνικές τάξεις που υπάρχουν είναι δύο. Η αστική τάξη, που κατέχει τα μέσα παραγωγής και η εργατική τάξη, που πουλάει την εργατική της δύναμη στην αστική τάξη. Ούτε η αστική αλλά ούτε και η εργατική τάξη είναι ενιαίες. Η αστική τάξη αποτελείται από τη μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή αστική τάξη, ενώ την εποχή του ιμπεριαλισμού που ζούμε κυριαρχεί η χρηματιστική ολιγαρχία. Η εργατική τάξη αποτελείται από διάφορα τμήματα ανάλογα με τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία - βιομηχανικό προλεταριάτο, εμπορικό προλεταριάτο, επιστημονικό προλεταριάτο κ.α. και ανάλογα με την οικονομική (ως προς τις αμοιβές)  και τη μορφωτική της κατάσταση.

Η αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, που κατά τη μαρξιστική - λενινιστική ορολογία ονομάζεται βασική αντίθεση της κοινωνίας, λύνεται με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης. Μιλώντας γενικά, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη πραγματοποιείται με τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Αποκλειστικός φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η εργατική τάξη. Εδώ πρέπει να παρθεί υπόψη η λενινιστική αντίληψη ότι η επίλυση της βασικής αντίθεσης δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε έναν «καθαρό καπιταλισμό», από τη μια, και σε έναν «καθαρό σοσιαλισμό» από την άλλη. Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει τη λενινιστική αντίληψη.

Επειδή, όμως, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι ένα πολιτικό καθήκον, αυτό το καθήκον το αναλαμβάνει, το σχεδιάζει και το πραγματοποιεί για λογαριασμό της εργατικής τάξης, και με την εργατική τάξη, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως η συνειδητή πρωτοπορία της.

Η πολιτική εξουσία που προκύπτει με τη σοσιαλιστική επανάσταση είναι η πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης, η δικτατορία του προλεταριάτου, που εκφράζεται μέσα από το κόμμα της και που η ακριβής σχέση τάξης - κόμματος - πολιτικής εξουσίας καθορίζεται από τη λενινιστική αντίληψη, που αποτυπώνεται σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του λόγου που εκφώνησε ο Β. Ι. Λένιν στοVIII Συνέδριο των Σοβιέτ. Και αυτό έχει τη σημασία του, γιατί απευθύνεται στους αντιπροσώπους των Σοβιέτ. «Το σημερινό κράτος μας είναι τέτοιο, που το καθολικά οργανωμένο προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει τον εαυτό του κι εμείς πρέπει να χρησιμοποιούμε τις εργατικές αυτές οργανώσεις για να υπερασπίζουμε τους εργάτες από το κράτος τους, και για να υπερασπίσουν οι εργάτες το κράτος μας» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα, Τόμος 42, σελ. 208».

Δηλαδή, η εργατική τάξη απέναντι στο ίδιο της το κράτος, το ΔΙΚΟ της κράτος, εκτός του ότι πρέπει να το θεωρεί δικό της, αλλά και για να το θεωρεί δικό της, πρέπει να κρατάει στάση, ταυτόχρονα, σχετικής αυτοτέλειας. Και το ΚΟΜΜΑ της, το Κομμουνιστικό Κόμμα, η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, να χρησιμοποιεί τις εργατικές οργανώσεις για να υπερασπίζει την εργατική τάξη από το κράτος της, για να μπορεί με τη σειρά της η εργατική τάξη να υπερασπίζεται το κράτος της (για να είναι και να το θεωρεί δικό της).

Ταυτόχρονα ο Β. Ι. Λένιν συμπλήρωνε: «(…) πρέπει να ξέρει κανείς να χρησιμοποιεί τα μέτρα της κρατικής εξουσίας για να υπερασπίζει απ’ αυτή την κρατική εξουσία τα υλικά και πνευματικά συμφέροντα του καθολικά ενωμένου προλεταριάτου» (Στο ίδιο, σελ. 209)

Οι θέσεις αυτές του Β. Ι. Λένιν και η μη εφαρμογή τους στην πράξη, ανεπανόρθωτα υποτιμημένες, κατά τη γνώμη μας, κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στις χώρες της Κ. και Αν. Ευρώπης, εξηγούν - κατά ένα μέρος, το γνωστό φαινόμενο που παρατηρήθηκε στις χώρες αυτές, κατά το οποίο το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κράτος της εργατικής τάξης στράφηκαν ενάντια στην εργατική τάξη, στους στόχους της και στους ιστορικούς σκοπούς της, ενώ η εργατική τάξη αρνήθηκε να υπερασπιστεί το κράτος της και το κόμμα της, που έγιναν οι φορείς της αντεπανάστασης, γιατί το κόμμα αφομοιώθηκε από το κράτος και το κράτος εκφραζόταν από το κόμμα. Έτσι και τα δύο μαζί στράφηκαν ενάντια στην εργατική τάξη με συνέπεια την απώλεια της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης.

Έχοντας πολύ καθαρή την παραπάνω σχέση μεταξύ τάξης - κόμματος - πολιτικής εξουσίας, το κόμμα της εργατικής τάξης και για λογαριασμό της εργατικής τάξης αναλαμβάνει να σχηματίσει κυβέρνηση (αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά μονοκομματικό καθεστώς και μονοκομματική κυβέρνηση), η οποία εκφράζει την πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης. Στο επίπεδο του κράτους και της διακυβέρνησης η κυβέρνηση που σχηματίζεται κυβερνά τη χώρα και στο επίπεδο του έθνους η κυβέρνηση εκπροσωπεί το έθνος των εργατών και των σύμμαχων δυνάμεων της εργατικής τάξης.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης, όμως, είναι η μια πλευρά της διακυβέρνησης. Η άλλη πλευρά, που είναι εξίσου σημαντική αν όχι σημαντικότερη στην προοπτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού, μας την αναλύει και την καθορίζει πάλι ο Β. Ι. Λένιν στο άρθρο του «Η κρίση του κόμματος»: «Ο κομμουνισμός λέει: η πρωτοπορία του προλεταριάτου, το Κομμουνιστικό Κόμμα, καθοδηγεί την εξωκομματική μάζα των εργατών, διαφωτίζοντας, καταρτίζοντας, εκπαιδεύοντας, διαπαιδαγωγώντας αυτή τη μάζα («σχολείο» κομμουνισμού), πρώτα των εργατών, κι έπειτα και των αγροτών, για να μπορούσε η μάζα αυτή να φτάσει και να έφτανε στο να συγκεντρώσει στα χέρια της τη διεύθυνση όλης της λαϊκής οικονομίας» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα Τόμος 42, σελ. 241).

Κατά συνέπεια, μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης και την επίλυση της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας, η σχέση τάξη - κόμμα- πολιτική εξουσία - διακυβέρνηση πρέπει να θεωρείται μια αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια, που κάθε τμήμα αυτής της σχέσης διατηρεί ταυτόχρονα τη σχετική του αυτοτέλεια ως προς τα άλλα. Για να μπορούν ΟΛΑ ΜΑΖΙ να υπερασπίζονται και να πραγματοποιούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Σχέση η οποία υποδηλώνει την τάξη που κατακτάει την πολιτική εξουσία, το κόμμα που πρωταγωνιστεί για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και τη διακυβέρνηση, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού (που πάλι πρωταγωνιστεί το κόμμα μια και αντιπροσωπεύει και εκφράζει τον επιστημονικό σοσιαλισμό μέσα στην κοινωνία και κατ’ επέκταση και η κυβέρνηση που σχηματίζει), αλλά και για το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση, ώστε οι ίδιες οι λαϊκές μάζες να αναλάβουν την καθολική διεύθυνση της κοινωνίας και να φτάσουν σε καθεστώς αυτοδιεύθυνσης. Τότε η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού θα έχει καταλήξει στον κομμουνισμό, πράγμα που σημαίνει και την κατάργηση του κράτους.

Το καθήκον για το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση ο Β. Ι. Λένιν το εμπιστευόταν κυρίαρχα στα συνδικάτα, ως τις κατ’ εξοχήν βασικές αντιπροσωπευτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, που εξασφάλιζαν την καθολική οργάνωση της εργατικής τάξης. Μέσα από το τράβηγμα των εργατικών λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση θα εξασφαλιστεί και ο γενικός εργατικός, λαϊκός έλεγχος στην εργατική πολιτική εξουσία.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Πως σχετίζονται όλα τα παραπάνω με τις εκλογές της 6ης του Μάη, το ΚΚΕ διεκδικεί την κυβέρνηση ή συμμετέχει στις εκλογές ξεκαθαρίζοντας ότι «και το ΚΚΕ να έρθει στην κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα»;

Η απάντηση είναι σαφής: Αν υποθέσουμε ότι ο ελληνικός λαός στις εκλογές της 6ης του Μάη έδινε την πλειοψηφία στο ΚΚΕ και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης αυτό θα σήμαινε, ταυτόχρονα, και κατάληψη της πολιτικής εξουσίας μέσα από τους ίδιους τους αστικούς θεσμούς, δηλαδή μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Το ΚΚΕ θα ήταν υποχρεωμένο να σχηματίσει κυβέρνηση και να εφαρμόσει το πρόγραμμά του για το οποίο και ψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό, ενώ η κυβέρνησή του θα ήταν μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Το ΚΚΕ θα ήταν υποχρεωμένο να προχωρήσει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με ό,τι σήμαινε αυτό για την υλική βάση της κοινωνίας όσο και για το ίδιο το κράτος και γενικότερα για το εποικοδόμημα. Στήριγμα του Κόμματος θα ήταν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που το ανέδειξαν στη διακυβέρνηση. Αυτό δεν θα σήμαινε ότι δεν θα συναντούσε την ισχυρή αντίδραση της αστικής τάξης και των κομμάτων της. Αντίδραση που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κινητοποιώντας την ίδια την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Αντίδραση η οποία θα εξαρτιόταν άμεσα από τη στάση της αστικής τάξης και που θα μπορούσε να πάρει την οποιαδήποτε μορφή. Μέχρι και εμφύλιο πόλεμο θα έπρεπε να προετοιμάζεται αυτή η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει.

Βέβαια θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει την αντίρρησή του και να ισχυριστεί ότι η αστική τάξη δεν πρόκειται να αφήσει το ΚΚΕ να πάρει κοινοβουλευτικά την πολιτική εξουσία. Και αυτή η αντίρρηση, σαφώς, έχει μια ισχυρή βάση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει και το ΚΚΕ να είναι προετοιμασμένο για κάθε ενδεχόμενο και να καθορίσει ανάλογα τη στάση του.

Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αλλάζει τα πράγματα ως προς τις εκλογές της 6ης του Μάη, γιατί όλες οι μορφές κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας δεν γίνονται ερήμην του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και γιατί, σε τελική ανάλυση, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας θα κριθεί και από την ικανότητα του κινήματος να επιλέγει και να επιβάλει τις κατάλληλες μορφές πάλης, πάντα σε σχέση με τη στάση της αστικής τάξης.

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν από τη στιγμή που η εργατική τάξη και το κόμμα της καταλάβουν την πολιτική εξουσία, ανεξάρτητα από τη μορφή περάσματος και τις μορφές πάλης που θα χρησιμοποιηθούν και στη βάση της επίλυσης της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας. Όπως ακριβώς, δηλαδή, έδωσε τη μάχη των εκλογών με δική της ευθύνη η ηγεσία του Κόμματος, καλώντας τον ελληνικό λαό να ψηφίσει το ΚΚΕ για εργατική λαϊκή εξουσία.

Το ζήτημα, όμως, της διακυβέρνησης δεν μπαίνει καθόλου με τον ίδιο τρόπο σε καπιταλιστικές συνθήκες. δηλαδή σε συνθήκες που δεν έχει επιλυθεί η βασική αντίθεση της κοινωνίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Το πιο βασικό γνώρισμα στον καπιταλισμό είναι ότι οι αστικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να απομακρύνουν τις λαϊκές μάζες από την πολιτική και πολύ περισσότερο από την πολιτική δράση, να τις κάνουν να κρατάνε παθητική στάση, να κυβερνάνε ερήμην τους. Να είναι οι λαϊκές μάζες υποταγμένες και αφομοιωμένες στην πολιτική των αστικών κυβερνήσεων. Οι αστικές κυβερνήσεις, την ίδια στιγμή, επιδιώκουν και θέλουν να δείχνουν ότι ασχολούνται συνεχώς με τα λαϊκά προβλήματα.

Στην πραγματικότητα, όμως, ασχολούνται σταθερά και αδιάπτωτα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης, χρησιμοποιώντας ποικιλότροπα το κράτος της αστικής τάξης και όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που κατασκευάζουν, υποτίθεται ανεξάρτητους (π.χ. στις μέρες μας το ρόλο αυτό τον παίζουν οι λεγόμενες δεξαμενές σκέψης, think tanks, διάφορα ινστιτούτα, κτλ.), ενάντια στην εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα.

Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι την ίδια παραπλανητική στάση κρατάνε οι αστικές κυβερνήσεις και απέναντι στη διακυβέρνηση από την άποψη της συμμετοχής των λαϊκών μαζών. Θέλουν να δείχνουν και να δίνουν την αίσθηση ότι προσπαθούν να τραβήξουν τις λαϊκές μάζες στη διαδικασία της διακυβέρνησης ως συμμετέχουσες σε αυτήν. Το πιο χτυπητό παράδειγμα των ημερών μας είναι η δημιουργία των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), που αποτελούν και παγκόσμιο παράδειγμα στον τρόπο που επιχειρούν να παραπλανούν τις λαϊκές μάζες οι αστικές κυβερνήσεις.

Οι ΜΚΟ είναι πλήρως ελεγχόμενες οργανώσεις από τις αστικές κυβερνήσεις και από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, χρηματοδοτούνται από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις χωρών στις οποίες  εδρεύουν, αλλά και από διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς, με το συγκεκριμένο στόχο να υλοποιούν και να συγκαλύπτουν τα αντιδραστικά σχέδια των κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων και να δίνουν την επίφαση της λαϊκής συμμετοχής, συγκατάθεσης και νομιμοποίησης μιας αντιδραστικής πολιτικής.

Στην αστική δημοκρατία, σε σχέση με την παραπάνω στάση των αστικών δυνάμεων και κυβερνήσεων, σημαντικό καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος είναι το τράβηγμα των λαϊκών μαζών μέσα από την οργανωμένη δράση στην πολιτική. Η πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ώστε να διευκολύνεται η συμμετοχή των εργαζομένων στην πάλη, σε μια εποχή, την ιμπεριαλιστική εποχή, που η άρχουσα τάξη, και βασικά το πιο κυρίαρχο και πιο επιθετικό τμήμα της, η χρηματιστική ολιγαρχία, μπροστά στην οργανωμένη δράση των λαϊκών μαζών για την πρόοδο αντιπαραθέτει την οργανωμένη, από το κράτος και όχι μόνο, (αντι)δράση, την αντίδραση, που δεν είναι αντίδραση μόνο στο επίπεδο της πολιτικής, «γιατί πολιτικά ο ιμπεριαλισμός είναι γενικά η τάση προς τη βία και την αντίδραση» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα, Τόμος 27, σελ.395) αλλά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, γιατί ιμπεριαλισμός είναι «αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς» (στο ίδιο, σελ. 427).

Επομένως: Το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στην πολιτική και στην πολιτική δράση αποτελεί όρο «εκ των ων ουκ άνευ» - γιατί «πολιτική με τη σοβαρή σημασία της λέξης μπορούν να κάνουν μόνο οι μάζες» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα, Τόμος 24, σελ. 67),  για να μπορούν οι λαϊκές μάζες να κατανοούν τα πραγματικά διλήμματα που μπαίνουν μπροστά τους από την ίδια τη ζωή, να προσανατολίζονται και να δίνουν απαντήσεις σ’ αυτά, απαντήσεις που φτάνουν μέχρι και την πραγματοποίηση ιστορικού χαρακτήρα κοινωνικές ανατροπές, όπως αυτές θα προκύψουν από την επίλυση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, δηλαδή, της ανατροπής του καπιταλισμού και της έλευσης του σοσιαλισμού.

Πρόκειται, δηλαδή, για τη διαδικασία συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης, να κατανοήσει αυτή τα ιστορικά της καθήκοντα και όχι μόνο να τα κατανοήσει αλλά και να τα πραγματοποιήσει, πράγμα που, παράλληλα, σημαίνει ότι το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να κατανοήσει το πώς θα σταθεί απέναντι στις κοινωνικές αντιθέσεις και πως η τακτική του θα τις αξιοποιήσει.

Β. Εκτός, όμως, από τις δύο βασικές τάξεις στη καπιταλιστική κοινωνία, την αστική και την εργατική, υπάρχουν και τα λεγόμενα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, τα οποία καταπιέζονται και βρίσκονται υπό συνεχή εκμετάλλευση από τα μονοπώλια. Τα στρώματα αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα κατώτερα, τα μεσαία και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα, γεγονός που αντανακλά και την οικονομική τους θέση μέσα στην κοινωνία. Στο σύγχρονο καπιταλισμό αυτή η κατηγοριοποίηση βασικά ισχύει, αλλά προσθέτουμε και μια ιδιομορφία της. Ότι η εσωτερική διαστρωμάτωση των μικροαστικών στρωμάτων παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλομορφία.

Το βασικό χαρακτηριστικό των μικροαστικών στρωμάτων είναι η ταλάντευσή τους ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη. Τη στάση τους την καθορίζει η αντικειμενική αντίφαση: Από τη μια μεριά θέλουν να εξελιχτούν οικονομικά, γεγονός που τα απομακρύνει από την εργατική τάξη, ενώ από την άλλη, ταυτόχρονα, υφίστανται την εκμετάλλευση από την αστική τάξη και τα μονοπώλια. Εξ αιτίας της εκμετάλλευσης που υφίστανται από τα μονοπώλια η ταλάντευσή τους δεν είναι ενιαία. Τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα τείνουν περισσότερο προς την εργατική τάξη, ενώ τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα δεν αποκόπτονται εύκολα από την αστική τάξη. Προσανατολίζονται περισσότερο προς αυτή. Αυτό που πρέπει να καταγράψουμε ως ιστορική τάση για τα μικροαστικά στρώματα είναι ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη τα καταστρέφει και τα αναπαράγει με τάση σχετικής τους μείωσης.

Ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμων ή γενικών οικονομικών κρίσεων τα μικροαστικά στρώματα υφίστανται μεγάλη καταστροφή και οδηγούνται στη βίαιη, κατά κύριο λόγο, προλεταριοποίησή τους. Στις περιπτώσεις αυτές σημειώνονται γενικότερες και απότομες πολιτικές στροφές, που εξαρτώνται από την πολιτική συμπεριφορά αυτών των μικροαστικών στρωμάτων και από τη στάση του κομμουνιστικού κόμματος και την τακτική που θα ακολουθήσει απέναντι στα καταστρεμμένα μικροαστικά στρώματα. Σε κάθε περίπτωση η τακτική του κομμουνιστικού κόμματος δεν μπορεί να περνάει «πάνω» από αυτά τα μικροαστικά στρώματα. «Αν βέβαια λέγαμε: “χωρίς τσάρο, και δικτατορία του προλεταριάτου”, τότε μάλιστα, αυτό θα ήταν πήδημα πάνω από τους μικροαστούς» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31, σελ. 363, Απρίλης 1917).

Τα μικροαστικά στρώματα δεν είναι φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα μπορούν να παίξουν και αντιδραστικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη, να γίνουν η κοινωνική βάση, μαζί και με καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης, για αντιδραστικές πολιτικές εξελίξεις και με την αστική έννοια, αντιδραστικές εξελίξεις που οδηγούν ακόμη και στην κατάλυση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως σε περιόδους κρίσεων και κυρίως τα κατώτερα, μπορούν (και πρέπει) να τραβηχτούν στην αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη, και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, και στην πάλη για το σοσιαλισμό, δηλαδή να γίνουν συμμαχική δύναμη της εργατικής τάξης. Το πιο κοντινό κοινωνικό τμήμα προς την εργατική τάξη είναι οι μισοπρολετάριοι.

Στη βάση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης που υφίστανται η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα από τα μονοπώλια υπάρχει, δρα, αναπτύσσεται και οξύνεται η αντίθεση κοινωνικών συμφερόντων ανάμεσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις (εργατική τάξη και μικροαστικά στρώματα) και τα μονοπώλια. Η αντίθεση αυτή από τη μαρξιστική φιλολογία έχει αποτυπωθεί με τον όρο κυρίαρχη αντίθεση και αποδίδεται συνήθως με το δίπολο μονοπώλια - λαός  για να καταδείξει την ευρύτητα της κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία να κατανοηθεί από ένα κομμουνιστικό κόμμα κυρίως για τη χάραξη της τακτικής του είναι ότι η κυρίαρχη αντίθεση είναι μια μορφή της βασικής αντίθεσης στην ευρεία της έννοια.

Η ύπαρξη της κυρίαρχης αντίθεσης είναι αντικειμενική. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα μικροαστικά στρώματα προλεταροποιηθούν στο σύνολό τους και πάψουν να υπάρχουν, πράγμα αδύνατον, η αντίθεση αυτή εξακολουθεί να υπάρχει στο επίπεδο της ιδεολογίας, της πολιτικής, της κοινωνικής ψυχολογίας, των κοινωνικών προκαταλήψεων και συνηθειών, της κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, γιατί εξακολουθεί να υπάρχει η «μνήμη» της μικροαστικής στρωματογραφίας και στάσης. Για την εργατική τάξη και πάνω απ’ όλα για το κομμουνιστικό κόμμα η αντίθεση αυτή, με την όποια μορφή της, είναι αδύνατον να παρακαμφθεί.

Ακόμη και για τις πολύ αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η αντίθεση αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη διαδικασία της κοινωνικής ενσωμάτωσης των μικροαστικών στρωμάτων  στην εργατική τάξη ή, και αντίστροφα, στην αστική τάξη. Πράγμα που σημαίνει πως το κομμουνιστικό κόμμα, η εργατική τάξη πρέπει να  λαμβάνουν υπόψη, επίσης, στο επίπεδο της στάσης και των αιτημάτων, τα μικροαστικά στρώματα και να προσπαθούν να τα εκφράζουν και, κατά το δυνατόν, να τα συσπειρώσουν.

Φυσικά στην εξέλιξή τους τα μονοπώλια γίνονται όλο και πιο αντιδραστικά και επομένως πιο καταπιεστικά απέναντι στην εργατική τάξη. Αυτή η καταπίεση, μέσα από τη διαδικασία της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου, εκφράζεται και απέναντι στα μικροαστικά στρώματα. Με την έννοια αυτή η κυρίαρχη αντίθεση, ως μορφή της βασικής αντίθεσης, κατά τη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης τείνει γενικά να συμπέσει με τη βασική αντίθεση αλλά ποτέ δεν θα συμπέσει, γιατί στο μεταξύ τα μικροαστικά στρώματα αναπαράγονται.

Ακόμη και κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού θα επιβιώνει για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, τόσο χρόνο όσο χρειάζεται για τη δημιουργία των οικονομικών και πολιτιστικών συνθηκών της απάλειψής τους. Πολύ περισσότερο επιβιώνει και έχει υλική υπόσταση, αντανακλά, δηλαδή, συγκεκριμένα υλικά και κοινωνικά συμφέροντα στην καπιταλιστική κοινωνία.

Η τακτική που πρέπει, συνεπώς, να ακολουθήσει ένα κομμουνιστικό κόμμα είναι να συσπειρώσει όσα περισσότερα απ’ αυτά τα μικροαστικά στρώματα, να τα αποσπάσει από την επιρροή της αστικής τάξης μέσα από «συγκεκριμένα βήματα» προς το σοσιαλισμό και να τα εντάξει στην αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική πάλη, ακόμη και στην πάλη για το σοσιαλισμό. «Η κύρια έλλειψη και το κύριο λάθος όλων των συλλογισμών των σοσιαλιστών είναι ότι το ζήτημα τοποθετείται πολύ γενικά: πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ενώ πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένα βήματα και μέτρα. Ορισμένα από αυτά ωρίμασαν, άλλα όχι ακόμη» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31, σελ. 356).

Κι αυτήν την τακτική την προβλέπει το πρόγραμμα του Κόμματος, που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο, ως προς τα μικροαστικά στρώματα: «Το ΚΚΕ επιδιώκει να πείσει και άλλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους δεν υπηρετούνται με τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Ότι πρέπει να σταθούν στο πλευρό των δυνάμεων που παλεύουν για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Έστω και ουδετερότητα αυτών των στρωμάτων θα συμβάλει στο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα εξαλείψει τις αυταπάτες για τον καπιταλισμό και θα διαλύσει τις προκαταλήψεις για το σοσιαλισμό» (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, σελ. 114).

Επειδή το παραπάνω εδάφιο περιέχει και τη φράση «η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα εξαλείψει τις αυταπάτες για τον καπιταλισμό και θα διαλύσει τις προκαταλήψεις για το σοσιαλισμό» και μπορεί να δημιουργήσει συγχύσεις σε ότι αφορά την αναπαραγωγή των μικροαστικών στρωμάτων, διευκρινίζουμε ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση μόνο προσωρινά μπορεί να αναπαράγει τα μικροαστικά στρώματα (στις αρχικές φάσεις σοσιαλιστικής ανάπτυξης), ενώ δρομολογεί ιστορικά τους οικονομικούς όρους της οριστικής αλλά μη βίαιης εξάλειψής τους δια μέσου της γενικότερης σοσιαλιστικής οικονομικής, πολιτιστικής ανάπτυξης και κοινωνικής ωρίμανσης.

5. Συμπέρασμα

Σε μια εποχή, την ιμπεριαλιστική εποχή, που:

•Η γενική τάση του καπιταλισμού είναι η τάση προς την αντίδραση, γεγονός που σημαίνει ότι ο καπιταλισμός αρνείται ακόμη και δικές του αστικές κατακτήσεις, πράγμα που εκφράζει την αντεπαναστατική του τάση απέναντι και στον ίδιο του τον εαυτό.

• Αυξάνει  κατακόρυφα η καταπίεση πάνω στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα.

• Το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι ιστορικά στην ημερήσια διάταξη στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, παρά την αντεπανάσταση και παρά τις δυσκολίες που προστέθηκαν.

• Το πέρασμα αυτό δεν θα πάρει τη μορφή μιας αντιπαράθεσης «καθαρού καπιταλισμού» με έναν «καθαρό σοσιαλισμό» και αντιστοιχεί σε μια μεταβατική περίοδο, όπως έδειξε η ιστορική πείρα όλων των επαναστάσεων, που θα κριθεί «το ποιος ποιον».

• Βασικό καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων είναι το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στην πολιτική και στην αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική δράση, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί σοβαρό πλεονέκτημα στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων σε καπιταλιστικές συνθήκες και αναντικατάστατη παρακαταθήκη για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

• Η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να κατευθύνεται προς το σοσιαλισμό ως διέξοδος από τη γενική οικονομική κρίση, γεγονός που σημαίνει ότι ένα κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να προσπαθήσει να μετατρέψει την οικονομική κρίση σε πολιτική και επαναστατική κρίση, τότε...

Η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη της αυτά τα χαρακτηριστικά της ιμπεριαλιστικής εποχής, για να  πετύχει, μέσα από συγκεκριμένα ώριμα βήματα, να συσπειρώσει την εργατική τάξη και όσα περισσότερα μικροαστικά στρώματα για την  κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και της διακυβέρνησης.

Μια τακτική με συγκεκριμένα βήματα προς το σοσιαλισμό και με συγκεκριμένη διαφώτιση των λαϊκών μαζών, αυτό ήταν που χρειαζόταν το ΚΚΕ την περίοδο που μας πέρασε, και ειδικά μπροστά στις εκλογές. Η τακτική αυτή θα έδινε τη δυνατότητα για ένα «μάθημα» πλατιάς διαφώτισης των λαϊκών μαζών της προγραμματικής πρότασης του 15ου Συνεδρίου που εξασφαλίζει ακριβώς αυτά τα βήματα.

Θα προωθούσε την ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων και τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, θα ισχυροποιούσε το ΚΚΕ ακόμη περισσότερο, θα ενίσχυε τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους, γεγονός που θα είχε και την αντανάκλασή του στο εργατικό κίνημα, και ασφαλώς θα προέκυπτε και ένα διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα ακόμη και από τις πρώτες εκλογές της 6ης του Μάη.

Αποτέλεσμα που θα μας έδινε και μία διαφορετική κομματική διάταξη από αυτή που υπάρχει σήμερα και που έχει φέρει το ΚΚΕ, το Κόμμα μας, σε δυσχερή θέση. Πολύ πιθανό να μην «χρειαζόταν» να καταφύγει η άρχουσα τάξη στις επαναληπτικές εκλογές της 17ης του Ιούνη μπροστά στην άνοδο του ΚΚΕ, ή αν κατέφευγε, το ΚΚΕ θα τις αντιμετώπιζε με πολύ διαφορετικούς πολιτικούς όρους απ’ ότι τις αντιμετώπισε.

(Ακολουθεί το τρίτο μέρος)

Περισσότερα... "