3. Η στρατηγική της άρχουσας τάξης
Η αστική τάξη της
χώρας μας έχει κάνει μια επιλογή στρατηγικής σημασίας. Έχει εντάξει τη χώρα μας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να εξυπηρετήσει και να σιγουρέψει, μέσα από
την ενότητα των αστικών ευρωπαϊκών τάξεων, τα συμφέροντά της. Μ’ αυτόν τον
τρόπο θεωρεί ότι κατοχυρώνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και τα κέρδη
της καλύτερα. Ότι με βάση το πρόταγμα της δυτικής αστικής δημοκρατίας και του
δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού ενισχύει το πολιτικό της σύστημα. Είναι φυσικό
επακόλουθο, λοιπόν, τα κόμματα που την εκπροσωπούν να τάσσονται υπέρ της
παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή
και στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού και του ιμπεριαλιστικού ρόλου, που
θέλει να παίξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελληνική αστική τάξη έβλεπε, και εξακολουθεί να
βλέπει, τη δυνατότητα να επεκταθεί αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που της παρείχε το
καθεστώς μιας παγκόσμιας απελευθερωμένης αγοράς στη διακίνηση των κεφαλαίων.
Παράλληλα, και στο ίδιο πλαίσιο, τώρα, θέλει να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει
την οικονομική κρίση της χώρας. Αυτή είναι η επιλογή της αστικής τάξης που
εφαρμόζεται μέχρι τώρα. Όμως…
Με την ένταξη της
χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις που την
εκπροσωπούσαν ήταν υποχρεωμένες, εκ των πραγμάτων, να παραχωρήσουν εθνικά
κυριαρχικά δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το πρώτο πράγμα που παραχώρησαν
ήταν το σύνολο των οικονομικών εργαλείων με τα οποία ασκούσαν την οικονομική
και αναπτυξιακή τους πολιτική.
Κατάργησαν τη
δραχμή, έχασαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δικιά τους νομισματική και
συναλλαγματική πολιτική, δέχτηκαν τις συνέπειες του παγκόσμιου νομισματικού
πολέμου, κύρια ανάμεσα στο ευρώ και το δολάριο, εντάχθηκαν σε έναν ανισότιμο
οικονομικό καταμερισμό, δεν μπορούσαν να ασκήσουν δικιά τους αναπτυξιακή
πολιτική, γιατί υποτάχθηκαν στις ευρωενωσιακές επιλογές και τον ευρωενωσιακό
καταμερισμό εργασίας, δέχτηκαν την εξασκούμενη δημοσιονομική και εισοδηματική
πολιτική, επηρεάστηκαν πολύ πιο ουσιαστικά από τον ευρωενωσιακό και τον
παγκόσμιο ανταγωνισμό στην παραγωγική διαδικασία.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Ποια είναι
τα αποτελέσματα αυτής, της στρατηγικής σημασίας, επιλογής που έκανε η αστική
τάξη της χώρας μας και οι κυβερνήσεις της στο επίπεδο της οικονομίας;
Προφανώς η απάντηση είναι μία και
μοναδική. Οδήγησαν την οικονομία της χώρας μας στη χρεοκοπία και στον άκρατο
δανεισμό. Υπονόμευσαν, αποδιάρθρωσαν, συρρίκνωσαν και κατέστρεψαν την
παραγωγική της βάση. Απομείωσαν έως και εκμηδένισαν τις αναπτυξιακές της
δυνατότητες. Έριξαν κατά 25%, τουλάχιστον, την ανταγωνιστικότητά της. Αύξησαν
τις εισαγωγές και μείωσαν απελπιστικά τις εξαγωγές εκτινάσσοντας το έλλειμμα του
εμπορικού ισοζυγίου στα ύψη. Αύξησαν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της
χώρας.
Παραπέρα. Ιδιωτικοποίησαν
κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας για πενταροδεκάρες. Αύξησαν τη
φορολογία των εργαζομένων και αντίστοιχα μείωσαν τους φόρους των καπιταλιστών.
Τροφοδότησαν με δωρεάν χρήμα και εγγυήσεις τις τράπεζες. Κατακρεούργησαν τους
μισθούς των εργαζομένων, στο πλαίσιο της σταθερής εσωτερικής υποτίμησης που
επιβάλλει η δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατάργησαν στην ουσία τις συλλογικές συμβάσεις.
Προώθησαν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ρήμαξαν τις συντάξεις. Εκτίναξαν την
ανεργία, ιδιαίτερα των νέων, σε πρωτοφανή επίπεδα, αναζωπύρωσαν τη
μετανάστευση, αυτή τη φορά νέων επιστημόνων.
Την ίδια στιγμή.
Φόρτωσαν τα χρέη που δημιούργησαν οι καπιταλιστές στις πλάτες του ελληνικού
λαού, εκτινάσσοντας το δημόσιο χρέος εκτός ακόμη και των πιο επικίνδυνων
προβλεπόμενων αστικών ορίων, αύξησαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Έδειξαν την
ετοιμότητά τους και αποδέχτηκαν, δια μέσου των μνημονίων και των δανειακών
συμβάσεων, να εκποιήσουν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της χώρας.
Και όχι μόνο αυτά. Εκεί που η αστική τάξη
της χώρας μας προσδοκούσε στην επέκτασή της εισέπραξε τελικά και τη δική της
μερική καταστροφή. Μόνο ένα τμήμα της, το ισχυρότερο, επωφελήθηκε από την
ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα παραπάνω είχαν σαν συνέπεια να ενισχυθεί η
εξάρτηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Δεν επεκτεινόμαστε αυτή τη στιγμή σε άλλους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής
ζωής στη χώρα μας.
Με δυο λόγια πλήρης αποτυχία! Γιατί είναι πλήρης
αποτυχία όταν η οικονομία της χώρας χρεοκοπεί και όταν επισήμως από τα αστικά
κόμματα γίνεται αποδεκτή αυτή η αποτυχία μέσα από την αποδοχή της ανεπίσημης
χρεοκοπίας ή του κινδύνου της επίσημης χρεοκοπίας. Η αστική τάξη απέδειξε ότι
τα ταξικά της συμφέροντα έφεραν σε χρεοκοπία τη δική της οικονομία και το δικό
της κράτος. Γι αυτό και η αποτυχία της είναι πλήρης και αποκλειστικά δική της.
Θέση μας είναι ότι η Ελλάδα είναι ήδη μια χρεοκοπημένη χώρα ανεξάρτητα από το
εάν αυτή η χρεοκοπία δεν έχει γίνει επισήμως αποδεκτή. Χρεοκοπημένη είναι κάθε
χώρα που αδυνατεί να ξεπληρώσει κανονικά τα χρέη της.
Κάτω από αυτούς τους οικονομικούς και
κοινωνικούς όρους η χώρα βάδιζε προς τις εκλογές της 6ης του Μάη.
Και όλα έδειχναν ότι η ελληνική κοινωνία θα βρισκόταν μπροστά σε ένα νέο
πολιτικό τοπίο. Ακόμη και τα επίσημα γκάλοπ δεν μπορούσαν να αποφύγουν να
αναγνωρίσουν ότι η χώρα βρισκόταν μπροστά στην αποδυνάμωση του δικομματισμού
και στην ανάδειξη μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας. Απόδειξη ότι ακόμη και ο
πιο έγκυρος αστικός τύπος προετοίμαζε τον ελληνικό λαό στην ίδια
κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα των εκλογών
της 6ης του Μάη επιβεβαίωσε τις προβλέψεις και έτσι ανοίγει μια νέα
πολιτική περίοδος για τη χώρα μας.
Σε αυτό το σημείο
έχει σημασία να καταθέσουμε την παρακάτω επισήμανση: Ο ελληνικός λαός πηγαίνει
προς τις εκλογές και έχει μπροστά του ως άμεσο γεγονός τη χρεοκοπία της χώρας,
που σημαίνει, με διαφορετικά λόγια, ότι έχει μπροστά του τη χρεοκοπία της
στρατηγικής της άρχουσας τάξης. Αυτό το γεγονός, όμως, δεν το κατανοεί με όρους
αλλαγής τάξεων στην εξουσία. Τα εκλογικά αποτελέσματα της 6ης του
Μάη επιβεβαιώνουν αυτήν την εκτίμηση. Το κύριο στοιχείο που προκύπτει από τις
εκλογές της 6ης του Μάη είναι η αποφασιστική αποδυνάμωση του
δικομματισμού και του ΛΑΟΣ. Δηλαδή των κομμάτων που είχαν σχηματίσει κυβέρνηση.
Η
ηγεσία
του Κόμματος, από τη μια, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος των μετακινήσεων που
γίνονται, πράγμα που το έχει ομολογήσει η ίδια, από την άλλη πρέπει να δώσει
μια εκλογική μάχη πάνω στο έδαφος των πραγματικών αντιθέσεων που διαπερνούν την
ελληνική κοινωνία. Και εδώ διαπράττει το δεύτερο λάθος.
4. Οι πραγματικές αντιθέσεις στην ελληνική κοινωνία
Α.
Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε εισαγωγικά, για
τις ανάγκες του θέματος που εξετάζουμε, είναι ότι θα αντιμετωπίσουμε τις
κοινωνικές αντιθέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνουν την κατανόηση των
διλημμάτων, των ζητημάτων τακτικής και το κρίσιμο θέμα της διακυβέρνησης.
Σε
κάθε καπιταλιστική κοινωνία, και στη χώρα μας, οι βασικές κοινωνικές τάξεις που
υπάρχουν είναι δύο. Η αστική τάξη, που κατέχει τα μέσα παραγωγής και η εργατική
τάξη, που πουλάει την εργατική της δύναμη στην αστική τάξη. Ούτε η αστική αλλά
ούτε και η εργατική τάξη είναι ενιαίες. Η αστική τάξη αποτελείται από τη
μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή αστική τάξη, ενώ την εποχή του ιμπεριαλισμού που
ζούμε κυριαρχεί η χρηματιστική ολιγαρχία. Η εργατική τάξη αποτελείται από
διάφορα τμήματα ανάλογα με τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία - βιομηχανικό
προλεταριάτο, εμπορικό προλεταριάτο, επιστημονικό προλεταριάτο κ.α. και ανάλογα
με την οικονομική (ως προς τις αμοιβές)
και τη μορφωτική της κατάσταση.
Η
αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, που κατά τη μαρξιστική -
λενινιστική ορολογία ονομάζεται βασική
αντίθεση της κοινωνίας, λύνεται με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ
μέρους της εργατικής τάξης. Μιλώντας γενικά, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας
από την εργατική τάξη πραγματοποιείται με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Αποκλειστικός φορέας της
σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η εργατική τάξη. Εδώ πρέπει να παρθεί υπόψη η
λενινιστική αντίληψη ότι η επίλυση της βασικής αντίθεσης δεν μπορεί να γίνει
ανάμεσα σε έναν «καθαρό καπιταλισμό», από τη μια, και σε έναν «καθαρό σοσιαλισμό»
από την άλλη. Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει τη λενινιστική αντίληψη.
Επειδή,
όμως, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι ένα πολιτικό καθήκον, αυτό το
καθήκον το αναλαμβάνει, το σχεδιάζει και το πραγματοποιεί για λογαριασμό της
εργατικής τάξης, και με την εργατική τάξη, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως η
συνειδητή πρωτοπορία της.
Η
πολιτική εξουσία που προκύπτει με τη σοσιαλιστική επανάσταση είναι η πολιτική
εξουσία της εργατικής τάξης, η δικτατορία του προλεταριάτου, που εκφράζεται
μέσα από το κόμμα της και που η ακριβής σχέση τάξης - κόμματος - πολιτικής
εξουσίας καθορίζεται από τη λενινιστική αντίληψη, που αποτυπώνεται σε ένα
χαρακτηριστικό απόσπασμα του λόγου που εκφώνησε ο Β. Ι. Λένιν στοVIII Συνέδριο των Σοβιέτ. Και αυτό
έχει τη σημασία του, γιατί απευθύνεται στους αντιπροσώπους των Σοβιέτ. «Το σημερινό κράτος μας είναι τέτοιο, που
το καθολικά οργανωμένο προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει τον εαυτό του κι
εμείς πρέπει να χρησιμοποιούμε τις εργατικές αυτές οργανώσεις για να
υπερασπίζουμε τους εργάτες από το κράτος τους, και για να υπερασπίσουν οι
εργάτες το κράτος μας» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα, Τόμος 42, σελ. 208».
Δηλαδή,
η εργατική τάξη απέναντι στο ίδιο της το κράτος, το ΔΙΚΟ της κράτος, εκτός του
ότι πρέπει να το θεωρεί δικό της, αλλά και για να το θεωρεί δικό της, πρέπει να
κρατάει στάση, ταυτόχρονα, σχετικής αυτοτέλειας. Και το ΚΟΜΜΑ της, το
Κομμουνιστικό Κόμμα, η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, να χρησιμοποιεί τις
εργατικές οργανώσεις για να υπερασπίζει την εργατική τάξη από το κράτος της,
για να μπορεί με τη σειρά της η εργατική τάξη να υπερασπίζεται το κράτος της
(για να είναι και να το θεωρεί δικό της).
Ταυτόχρονα ο Β.
Ι. Λένιν συμπλήρωνε: «(…) πρέπει να
ξέρει κανείς να χρησιμοποιεί τα μέτρα της κρατικής εξουσίας για να υπερασπίζει
απ’ αυτή την κρατική εξουσία τα υλικά και πνευματικά συμφέροντα του καθολικά
ενωμένου προλεταριάτου» (Στο ίδιο, σελ. 209)
Οι
θέσεις αυτές του Β. Ι. Λένιν και η μη εφαρμογή τους στην πράξη, ανεπανόρθωτα
υποτιμημένες, κατά τη γνώμη μας, κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού
στις χώρες της Κ. και Αν. Ευρώπης, εξηγούν - κατά ένα μέρος, το γνωστό
φαινόμενο που παρατηρήθηκε στις χώρες αυτές, κατά το οποίο το Κομμουνιστικό
Κόμμα και το Κράτος της εργατικής τάξης στράφηκαν ενάντια στην εργατική τάξη,
στους στόχους της και στους ιστορικούς σκοπούς της, ενώ η εργατική τάξη
αρνήθηκε να υπερασπιστεί το κράτος της και το κόμμα της, που έγιναν οι φορείς
της αντεπανάστασης, γιατί το κόμμα αφομοιώθηκε από το κράτος και το κράτος
εκφραζόταν από το κόμμα. Έτσι και τα δύο μαζί στράφηκαν ενάντια στην εργατική
τάξη με συνέπεια την απώλεια της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης.
Έχοντας
πολύ καθαρή την παραπάνω σχέση μεταξύ τάξης - κόμματος - πολιτικής εξουσίας, το
κόμμα της εργατικής τάξης και για λογαριασμό της εργατικής τάξης αναλαμβάνει να
σχηματίσει κυβέρνηση (αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά μονοκομματικό καθεστώς και
μονοκομματική κυβέρνηση), η οποία εκφράζει την πολιτική εξουσία της εργατικής
τάξης. Στο επίπεδο του κράτους και της διακυβέρνησης η κυβέρνηση που
σχηματίζεται κυβερνά τη χώρα και στο επίπεδο του έθνους η κυβέρνηση εκπροσωπεί
το έθνος των εργατών και των σύμμαχων δυνάμεων της εργατικής τάξης.
Ο
σχηματισμός κυβέρνησης, όμως, είναι η μια πλευρά της διακυβέρνησης. Η άλλη
πλευρά, που είναι εξίσου σημαντική αν όχι σημαντικότερη στην προοπτική
οικοδόμησης του σοσιαλισμού, μας την αναλύει και την καθορίζει πάλι ο Β. Ι.
Λένιν στο άρθρο του «Η κρίση του κόμματος»: «Ο κομμουνισμός λέει: η πρωτοπορία του προλεταριάτου, το Κομμουνιστικό
Κόμμα, καθοδηγεί την εξωκομματική μάζα των εργατών, διαφωτίζοντας,
καταρτίζοντας, εκπαιδεύοντας, διαπαιδαγωγώντας αυτή τη μάζα («σχολείο»
κομμουνισμού), πρώτα των εργατών, κι έπειτα και των αγροτών, για να μπορούσε η
μάζα αυτή να φτάσει και να έφτανε στο να συγκεντρώσει στα χέρια της τη διεύθυνση
όλης της λαϊκής οικονομίας» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα Τόμος 42, σελ. 241).
Κατά
συνέπεια, μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής
τάξης και την επίλυση της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας, η σχέση τάξη -
κόμμα- πολιτική εξουσία - διακυβέρνηση πρέπει να θεωρείται μια αδιάσπαστη
ενότητα και συνέχεια, που κάθε τμήμα αυτής της σχέσης διατηρεί ταυτόχρονα τη
σχετική του αυτοτέλεια ως προς τα άλλα. Για να μπορούν ΟΛΑ ΜΑΖΙ να
υπερασπίζονται και να πραγματοποιούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Σχέση
η οποία υποδηλώνει την τάξη που κατακτάει την πολιτική εξουσία, το κόμμα που
πρωταγωνιστεί για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και την
κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και τη διακυβέρνηση, για την οικοδόμηση του
σοσιαλισμού (που πάλι πρωταγωνιστεί το κόμμα μια και αντιπροσωπεύει και
εκφράζει τον επιστημονικό σοσιαλισμό μέσα στην κοινωνία και κατ’ επέκταση και η
κυβέρνηση που σχηματίζει), αλλά και για το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στη
διακυβέρνηση, ώστε οι ίδιες οι λαϊκές
μάζες να αναλάβουν την καθολική διεύθυνση της κοινωνίας και να φτάσουν σε
καθεστώς αυτοδιεύθυνσης. Τότε η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού θα έχει
καταλήξει στον κομμουνισμό, πράγμα που σημαίνει και την κατάργηση του κράτους.
Το
καθήκον για το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση ο Β. Ι. Λένιν το
εμπιστευόταν κυρίαρχα στα συνδικάτα, ως τις κατ’ εξοχήν βασικές
αντιπροσωπευτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, που εξασφάλιζαν την καθολική οργάνωση της εργατικής τάξης. Μέσα από
το τράβηγμα των εργατικών λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση θα εξασφαλιστεί και ο
γενικός εργατικός, λαϊκός έλεγχος στην εργατική πολιτική εξουσία.
Το
ερώτημα που προκύπτει είναι: Πως σχετίζονται όλα τα παραπάνω με τις εκλογές της
6ης του Μάη, το ΚΚΕ διεκδικεί την κυβέρνηση ή συμμετέχει στις εκλογές
ξεκαθαρίζοντας ότι «και το ΚΚΕ να έρθει
στην κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα»;
Η απάντηση
είναι σαφής: Αν υποθέσουμε ότι ο ελληνικός λαός στις εκλογές της 6ης
του Μάη έδινε την πλειοψηφία στο ΚΚΕ και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης αυτό
θα σήμαινε, ταυτόχρονα, και κατάληψη της πολιτικής εξουσίας μέσα από τους
ίδιους τους αστικούς θεσμούς, δηλαδή μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Το ΚΚΕ θα ήταν υποχρεωμένο να σχηματίσει κυβέρνηση και να εφαρμόσει το
πρόγραμμά του για το οποίο και ψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό, ενώ η κυβέρνησή
του θα ήταν μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Το
ΚΚΕ θα ήταν υποχρεωμένο να προχωρήσει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της
κοινωνίας με ό,τι σήμαινε αυτό για την υλική βάση της κοινωνίας όσο και για το
ίδιο το κράτος και γενικότερα για το εποικοδόμημα. Στήριγμα του Κόμματος θα
ήταν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που το ανέδειξαν στη διακυβέρνηση. Αυτό δεν θα
σήμαινε ότι δεν θα συναντούσε την ισχυρή αντίδραση της αστικής τάξης και των
κομμάτων της. Αντίδραση που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κινητοποιώντας την ίδια
την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Αντίδραση η οποία θα εξαρτιόταν άμεσα
από τη στάση της αστικής τάξης και που θα μπορούσε να πάρει την οποιαδήποτε
μορφή. Μέχρι και εμφύλιο πόλεμο θα έπρεπε να προετοιμάζεται αυτή η κυβέρνηση να
αντιμετωπίσει.
Βέβαια
θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει την αντίρρησή του και να ισχυριστεί ότι η
αστική τάξη δεν πρόκειται να αφήσει το ΚΚΕ να πάρει κοινοβουλευτικά την
πολιτική εξουσία. Και αυτή η αντίρρηση, σαφώς, έχει μια ισχυρή βάση. Γι’ αυτό
το λόγο πρέπει και το ΚΚΕ να είναι προετοιμασμένο για κάθε ενδεχόμενο και να
καθορίσει ανάλογα τη στάση του.
Το
γεγονός αυτό, όμως, δεν αλλάζει τα πράγματα ως προς τις εκλογές της 6ης
του Μάη, γιατί όλες οι μορφές κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας δεν γίνονται
ερήμην του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και γιατί, σε τελική ανάλυση,
η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας θα κριθεί και από την ικανότητα του
κινήματος να επιλέγει και να επιβάλει τις κατάλληλες μορφές πάλης, πάντα σε
σχέση με τη στάση της αστικής τάξης.
Όλα
τα παραπάνω συμβαίνουν από τη στιγμή που η εργατική τάξη και το κόμμα της
καταλάβουν την πολιτική εξουσία, ανεξάρτητα από τη μορφή περάσματος και τις
μορφές πάλης που θα χρησιμοποιηθούν και στη βάση της επίλυσης της βασικής
αντίθεσης της κοινωνίας. Όπως ακριβώς, δηλαδή, έδωσε τη μάχη των εκλογών με
δική της ευθύνη η ηγεσία του Κόμματος, καλώντας τον ελληνικό λαό να ψηφίσει το
ΚΚΕ για εργατική λαϊκή εξουσία.
Το
ζήτημα, όμως, της διακυβέρνησης δεν μπαίνει καθόλου με τον ίδιο τρόπο σε
καπιταλιστικές συνθήκες. δηλαδή σε συνθήκες που δεν έχει επιλυθεί η βασική
αντίθεση της κοινωνίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Το
πιο βασικό γνώρισμα στον καπιταλισμό είναι ότι οι αστικές κυβερνήσεις επιδιώκουν
να απομακρύνουν τις λαϊκές μάζες από την πολιτική και πολύ περισσότερο από την
πολιτική δράση, να τις κάνουν να κρατάνε παθητική στάση, να κυβερνάνε ερήμην
τους. Να είναι οι λαϊκές μάζες υποταγμένες και αφομοιωμένες στην πολιτική των
αστικών κυβερνήσεων. Οι αστικές κυβερνήσεις, την ίδια στιγμή, επιδιώκουν και
θέλουν να δείχνουν ότι ασχολούνται συνεχώς με τα λαϊκά προβλήματα.
Στην
πραγματικότητα, όμως, ασχολούνται σταθερά και αδιάπτωτα με την εξυπηρέτηση των
συμφερόντων της αστικής τάξης, χρησιμοποιώντας ποικιλότροπα το κράτος της
αστικής τάξης και όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που κατασκευάζουν,
υποτίθεται ανεξάρτητους (π.χ. στις μέρες μας το ρόλο αυτό τον παίζουν οι
λεγόμενες δεξαμενές σκέψης, think tanks, διάφορα ινστιτούτα, κτλ.),
ενάντια στην εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα.
Δεν
πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι την ίδια παραπλανητική στάση κρατάνε οι αστικές
κυβερνήσεις και απέναντι στη διακυβέρνηση από την άποψη της συμμετοχής των
λαϊκών μαζών. Θέλουν να δείχνουν και να δίνουν την αίσθηση ότι προσπαθούν να
τραβήξουν τις λαϊκές μάζες στη διαδικασία της διακυβέρνησης ως συμμετέχουσες σε
αυτήν. Το πιο χτυπητό παράδειγμα των ημερών μας είναι η δημιουργία των Μη
Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), που αποτελούν και παγκόσμιο παράδειγμα στον
τρόπο που επιχειρούν να παραπλανούν τις λαϊκές μάζες οι αστικές κυβερνήσεις.
Οι
ΜΚΟ είναι πλήρως ελεγχόμενες οργανώσεις από τις αστικές κυβερνήσεις και από τις
δυνάμεις του κεφαλαίου, χρηματοδοτούνται από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις χωρών
στις οποίες εδρεύουν, αλλά και από
διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς, με το συγκεκριμένο στόχο να υλοποιούν και
να συγκαλύπτουν τα αντιδραστικά σχέδια των κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων και να
δίνουν την επίφαση της λαϊκής συμμετοχής, συγκατάθεσης και νομιμοποίησης μιας
αντιδραστικής πολιτικής.
Στην
αστική δημοκρατία, σε σχέση με την παραπάνω στάση των αστικών δυνάμεων και
κυβερνήσεων, σημαντικό καθήκον του
κομμουνιστικού κόμματος είναι το τράβηγμα των λαϊκών μαζών μέσα από την
οργανωμένη δράση στην πολιτική. Η πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών
δικαιωμάτων, ώστε να διευκολύνεται η συμμετοχή των εργαζομένων στην πάλη, σε
μια εποχή, την ιμπεριαλιστική εποχή, που η άρχουσα τάξη, και βασικά το πιο
κυρίαρχο και πιο επιθετικό τμήμα της, η χρηματιστική ολιγαρχία, μπροστά στην
οργανωμένη δράση των λαϊκών μαζών για την πρόοδο αντιπαραθέτει την οργανωμένη,
από το κράτος και όχι μόνο, (αντι)δράση, την αντίδραση, που δεν είναι αντίδραση
μόνο στο επίπεδο της πολιτικής, «γιατί
πολιτικά ο ιμπεριαλισμός είναι γενικά η τάση προς τη βία και την αντίδραση»
(Β. Ι. Λένιν Άπαντα, Τόμος 27, σελ.395) αλλά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας,
γιατί ιμπεριαλισμός είναι «αντίδραση σ’
όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς» (στο ίδιο, σελ. 427).
Επομένως:
Το τράβηγμα των λαϊκών μαζών στην πολιτική και στην πολιτική δράση αποτελεί όρο
«εκ των ων ουκ άνευ» - γιατί «πολιτική
με τη σοβαρή σημασία της λέξης μπορούν να κάνουν μόνο οι μάζες» (Β. Ι. Λένιν Άπαντα, Τόμος 24, σελ. 67), για να μπορούν οι λαϊκές μάζες να κατανοούν
τα πραγματικά διλήμματα που μπαίνουν μπροστά τους από την ίδια τη ζωή, να
προσανατολίζονται και να δίνουν απαντήσεις σ’ αυτά, απαντήσεις που φτάνουν
μέχρι και την πραγματοποίηση ιστορικού χαρακτήρα κοινωνικές ανατροπές, όπως
αυτές θα προκύψουν από την επίλυση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού,
δηλαδή, της ανατροπής του καπιταλισμού και της έλευσης του σοσιαλισμού.
Πρόκειται,
δηλαδή, για τη διαδικασία συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης, να κατανοήσει
αυτή τα ιστορικά της καθήκοντα και όχι μόνο να τα κατανοήσει αλλά και να τα
πραγματοποιήσει, πράγμα που, παράλληλα, σημαίνει ότι το κομμουνιστικό κόμμα
πρέπει να κατανοήσει το πώς θα σταθεί απέναντι στις κοινωνικές αντιθέσεις και
πως η τακτική του θα τις αξιοποιήσει.
Β.
Εκτός, όμως, από τις δύο βασικές τάξεις στη
καπιταλιστική κοινωνία, την αστική και την εργατική, υπάρχουν και τα λεγόμενα
μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, τα οποία καταπιέζονται και
βρίσκονται υπό συνεχή εκμετάλλευση από τα μονοπώλια. Τα στρώματα αυτά
χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα κατώτερα, τα μεσαία και τα ανώτερα
μικροαστικά στρώματα, γεγονός που αντανακλά και την οικονομική τους θέση μέσα
στην κοινωνία. Στο σύγχρονο καπιταλισμό αυτή η κατηγοριοποίηση βασικά ισχύει,
αλλά προσθέτουμε και μια ιδιομορφία της. Ότι η εσωτερική διαστρωμάτωση των
μικροαστικών στρωμάτων παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλομορφία.
Το
βασικό χαρακτηριστικό των μικροαστικών στρωμάτων είναι η ταλάντευσή τους
ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη. Τη στάση τους την καθορίζει η
αντικειμενική αντίφαση: Από τη μια μεριά θέλουν να εξελιχτούν οικονομικά,
γεγονός που τα απομακρύνει από την εργατική τάξη, ενώ από την άλλη, ταυτόχρονα,
υφίστανται την εκμετάλλευση από την αστική τάξη και τα μονοπώλια. Εξ αιτίας της
εκμετάλλευσης που υφίστανται από τα μονοπώλια η ταλάντευσή τους δεν είναι
ενιαία. Τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα τείνουν περισσότερο προς την εργατική
τάξη, ενώ τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα δεν αποκόπτονται εύκολα από την
αστική τάξη. Προσανατολίζονται περισσότερο προς αυτή. Αυτό που πρέπει να καταγράψουμε
ως ιστορική τάση για τα μικροαστικά στρώματα είναι ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη
τα καταστρέφει και τα αναπαράγει με τάση σχετικής τους μείωσης.
Ιδιαίτερα
σε περιόδους πολέμων ή γενικών οικονομικών κρίσεων τα μικροαστικά στρώματα
υφίστανται μεγάλη καταστροφή και οδηγούνται στη βίαιη, κατά κύριο λόγο,
προλεταριοποίησή τους. Στις περιπτώσεις αυτές σημειώνονται γενικότερες και
απότομες πολιτικές στροφές, που εξαρτώνται από την πολιτική συμπεριφορά αυτών
των μικροαστικών στρωμάτων και από τη στάση του κομμουνιστικού κόμματος και την
τακτική που θα ακολουθήσει απέναντι στα καταστρεμμένα μικροαστικά στρώματα. Σε
κάθε περίπτωση η τακτική του κομμουνιστικού κόμματος δεν μπορεί να περνάει
«πάνω» από αυτά τα μικροαστικά στρώματα. «Αν
βέβαια λέγαμε: “χωρίς τσάρο, και δικτατορία του προλεταριάτου”, τότε μάλιστα,
αυτό θα ήταν πήδημα πάνω από τους μικροαστούς» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος
31, σελ. 363, Απρίλης 1917).
Τα
μικροαστικά στρώματα δεν είναι φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα
μπορούν να παίξουν και αντιδραστικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη, να γίνουν η
κοινωνική βάση, μαζί και με καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης, για
αντιδραστικές πολιτικές εξελίξεις και με την αστική έννοια, αντιδραστικές
εξελίξεις που οδηγούν ακόμη και στην κατάλυση της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας.
Τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως σε
περιόδους κρίσεων και κυρίως τα κατώτερα, μπορούν (και πρέπει) να τραβηχτούν
στην αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη, και κάτω από ορισμένες
προϋποθέσεις, και στην πάλη για το σοσιαλισμό, δηλαδή να γίνουν συμμαχική
δύναμη της εργατικής τάξης. Το πιο κοντινό κοινωνικό τμήμα προς την εργατική
τάξη είναι οι μισοπρολετάριοι.
Στη
βάση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης που υφίστανται η εργατική τάξη και τα
μικροαστικά στρώματα από τα μονοπώλια υπάρχει, δρα, αναπτύσσεται και οξύνεται η
αντίθεση κοινωνικών συμφερόντων ανάμεσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις
(εργατική τάξη και μικροαστικά στρώματα) και τα μονοπώλια. Η αντίθεση αυτή από
τη μαρξιστική φιλολογία έχει αποτυπωθεί με τον όρο κυρίαρχη αντίθεση και αποδίδεται συνήθως με το δίπολο μονοπώλια - λαός για να καταδείξει την ευρύτητα της κοινωνικής
συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία να κατανοηθεί από
ένα κομμουνιστικό κόμμα κυρίως για τη χάραξη της τακτικής του είναι ότι η
κυρίαρχη αντίθεση είναι μια μορφή της βασικής αντίθεσης στην ευρεία της έννοια.
Η
ύπαρξη της κυρίαρχης αντίθεσης είναι αντικειμενική. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι
τα μικροαστικά στρώματα προλεταροποιηθούν στο σύνολό τους και πάψουν να
υπάρχουν, πράγμα αδύνατον, η αντίθεση αυτή εξακολουθεί να υπάρχει στο επίπεδο
της ιδεολογίας, της πολιτικής, της κοινωνικής ψυχολογίας, των κοινωνικών
προκαταλήψεων και συνηθειών, της κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, γιατί
εξακολουθεί να υπάρχει η «μνήμη» της μικροαστικής στρωματογραφίας και στάσης.
Για την εργατική τάξη και πάνω απ’ όλα για το κομμουνιστικό κόμμα η αντίθεση
αυτή, με την όποια μορφή της, είναι αδύνατον να παρακαμφθεί.
Ακόμη
και για τις πολύ αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η αντίθεση αυτή πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη για τη διαδικασία της κοινωνικής ενσωμάτωσης των μικροαστικών
στρωμάτων στην εργατική τάξη ή, και
αντίστροφα, στην αστική τάξη. Πράγμα που σημαίνει πως το κομμουνιστικό κόμμα, η
εργατική τάξη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη,
επίσης, στο επίπεδο της στάσης και των αιτημάτων, τα μικροαστικά στρώματα και
να προσπαθούν να τα εκφράζουν και, κατά το δυνατόν, να τα συσπειρώσουν.
Φυσικά
στην εξέλιξή τους τα μονοπώλια γίνονται όλο και πιο αντιδραστικά και επομένως
πιο καταπιεστικά απέναντι στην εργατική τάξη. Αυτή η καταπίεση, μέσα από τη
διαδικασία της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του
κεφαλαίου, εκφράζεται και απέναντι στα μικροαστικά στρώματα. Με την έννοια αυτή
η κυρίαρχη αντίθεση, ως μορφή της βασικής αντίθεσης, κατά τη διαδικασία της
κοινωνικής εξέλιξης τείνει γενικά να συμπέσει με τη βασική αντίθεση αλλά ποτέ δεν θα συμπέσει, γιατί στο μεταξύ
τα μικροαστικά στρώματα αναπαράγονται.
Ακόμη
και κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού θα επιβιώνει για ένα
ορισμένο χρονικό διάστημα, τόσο χρόνο όσο χρειάζεται για τη δημιουργία των
οικονομικών και πολιτιστικών συνθηκών της απάλειψής τους. Πολύ περισσότερο
επιβιώνει και έχει υλική υπόσταση, αντανακλά, δηλαδή, συγκεκριμένα υλικά και
κοινωνικά συμφέροντα στην καπιταλιστική κοινωνία.
Η
τακτική που πρέπει, συνεπώς, να ακολουθήσει ένα κομμουνιστικό κόμμα είναι να
συσπειρώσει όσα περισσότερα απ’ αυτά τα μικροαστικά στρώματα, να τα αποσπάσει
από την επιρροή της αστικής τάξης μέσα από «συγκεκριμένα βήματα» προς το
σοσιαλισμό και να τα εντάξει στην αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή,
δημοκρατική πάλη, ακόμη και στην πάλη για το σοσιαλισμό. «Η
κύρια έλλειψη και το κύριο λάθος όλων των συλλογισμών των σοσιαλιστών είναι ότι
το ζήτημα τοποθετείται πολύ γενικά: πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ενώ πρέπει να
μιλάμε για συγκεκριμένα βήματα και μέτρα. Ορισμένα από αυτά ωρίμασαν, άλλα όχι
ακόμη» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31, σελ.
356).
Κι αυτήν την
τακτική την προβλέπει το πρόγραμμα του Κόμματος, που ψηφίστηκε στο 15ο
Συνέδριο, ως προς τα μικροαστικά στρώματα: «Το ΚΚΕ επιδιώκει να πείσει και άλλα τμήματα των
μεσαίων στρωμάτων ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους δεν υπηρετούνται με τη
διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Ότι πρέπει να σταθούν στο πλευρό των
δυνάμεων που παλεύουν για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Έστω και ουδετερότητα
αυτών των στρωμάτων θα συμβάλει στο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Η πορεία της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα εξαλείψει τις αυταπάτες για τον καπιταλισμό και θα
διαλύσει τις προκαταλήψεις για το σοσιαλισμό» (Ντοκουμέντα, 15ο
Συνέδριο, σελ. 114).
Επειδή το παραπάνω εδάφιο περιέχει και τη
φράση «η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα εξαλείψει τις αυταπάτες για
τον καπιταλισμό και θα διαλύσει τις προκαταλήψεις για το σοσιαλισμό» και μπορεί
να δημιουργήσει συγχύσεις σε ότι αφορά την αναπαραγωγή των μικροαστικών
στρωμάτων, διευκρινίζουμε ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση μόνο προσωρινά μπορεί
να αναπαράγει τα μικροαστικά στρώματα (στις αρχικές φάσεις σοσιαλιστικής
ανάπτυξης), ενώ δρομολογεί ιστορικά τους οικονομικούς όρους της οριστικής αλλά
μη βίαιης εξάλειψής τους δια μέσου της γενικότερης σοσιαλιστικής οικονομικής,
πολιτιστικής ανάπτυξης και κοινωνικής ωρίμανσης.
5.
Συμπέρασμα
Σε μια εποχή, την ιμπεριαλιστική εποχή,
που:
•Η
γενική τάση του καπιταλισμού είναι η τάση προς την αντίδραση, γεγονός που
σημαίνει ότι ο καπιταλισμός αρνείται ακόμη και δικές του αστικές κατακτήσεις,
πράγμα που εκφράζει την αντεπαναστατική του τάση απέναντι και στον ίδιο του τον
εαυτό.
•
Αυξάνει κατακόρυφα η καταπίεση πάνω στην
εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα.
•
Το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι ιστορικά στην ημερήσια διάταξη στη δράση των
κομμουνιστικών κομμάτων, παρά την αντεπανάσταση και παρά τις δυσκολίες που
προστέθηκαν.
•
Το πέρασμα αυτό δεν θα πάρει τη μορφή μιας αντιπαράθεσης «καθαρού καπιταλισμού»
με έναν «καθαρό σοσιαλισμό» και αντιστοιχεί σε μια μεταβατική περίοδο, όπως
έδειξε η ιστορική πείρα όλων των επαναστάσεων, που θα κριθεί «το ποιος ποιον».
•
Βασικό καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων είναι το τράβηγμα των λαϊκών μαζών
στην πολιτική και στην αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική δράση,
πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί σοβαρό πλεονέκτημα στη δράση των
κομμουνιστικών κομμάτων σε καπιταλιστικές συνθήκες και αναντικατάστατη παρακαταθήκη
για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
•
Η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να κατευθύνεται προς το σοσιαλισμό
ως διέξοδος από τη γενική οικονομική κρίση, γεγονός που σημαίνει ότι ένα
κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να προσπαθήσει να μετατρέψει την οικονομική κρίση
σε πολιτική και επαναστατική κρίση, τότε...
Η τακτική των
κομμουνιστικών κομμάτων δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη της αυτά τα
χαρακτηριστικά της ιμπεριαλιστικής εποχής, για να πετύχει, μέσα από συγκεκριμένα ώριμα βήματα,
να συσπειρώσει την εργατική τάξη και όσα περισσότερα μικροαστικά στρώματα για
την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και
της διακυβέρνησης.
Μια τακτική με
συγκεκριμένα βήματα προς το σοσιαλισμό και με συγκεκριμένη διαφώτιση των λαϊκών
μαζών, αυτό ήταν που χρειαζόταν το ΚΚΕ την περίοδο που μας πέρασε, και ειδικά
μπροστά στις εκλογές. Η τακτική αυτή θα έδινε τη δυνατότητα για ένα «μάθημα»
πλατιάς διαφώτισης των λαϊκών μαζών της προγραμματικής πρότασης του 15ου
Συνεδρίου που εξασφαλίζει ακριβώς αυτά τα βήματα.
Θα προωθούσε
την ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων και τη
συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, θα ισχυροποιούσε
το ΚΚΕ ακόμη περισσότερο, θα ενίσχυε τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους,
γεγονός που θα είχε και την αντανάκλασή του στο εργατικό κίνημα, και ασφαλώς θα
προέκυπτε και ένα διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα ακόμη και από τις πρώτες
εκλογές της 6ης του Μάη.
Αποτέλεσμα που θα μας έδινε και
μία διαφορετική κομματική διάταξη από αυτή που υπάρχει σήμερα και που έχει
φέρει το ΚΚΕ, το Κόμμα μας, σε δυσχερή θέση. Πολύ πιθανό να μην «χρειαζόταν» να
καταφύγει η άρχουσα τάξη στις επαναληπτικές εκλογές της 17ης του
Ιούνη μπροστά στην άνοδο του ΚΚΕ, ή αν κατέφευγε, το ΚΚΕ θα τις αντιμετώπιζε με
πολύ διαφορετικούς πολιτικούς όρους απ’ ότι τις αντιμετώπισε.
(Ακολουθεί το τρίτο μέρος)