Πέρασε κάτι παραπάνω από ένας
μήνας από τη σύγκληση του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος. Ένας μήνας, που
καταγράφεται ως σημαντικός σε εξελίξεις και γεγονότα.
Η «Νέα Σπορά» επέλεξε σε αυτό
το χρονικό διάστημα να μη δημοσιεύσει, παρά το γεγονός ότι οι «προκλήσεις» ήταν
πολλές και η ανάγκη για σχολιασμό τους ιδιαίτερα πιεστική. Στο ίδιο χρονικό
διάστημα η επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας ήταν υψηλή, ευδιάκριτο δείγμα της
εμπιστοσύνης και της απαιτητικότητας που εκφράζουν οι αναγνώστες μας για τη
συνέχεια της «Νέας Σποράς».
Αυτήν τη συνέχεια
δεσμευόμαστε ότι θα υπηρετήσουμε και ότι θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να
ανταποκριθούμε στις νέες πολιτικές συνθήκες, όπως, επίσης, δεσμευόμαστε να
σταθούμε στο ύψος της εμπιστοσύνης, που μας δείχνουν οι αναγνώστες μας και της
απαιτητικότητας που έχουν από εμάς.
Και νομίζουμε ότι είναι
αρκετά αυτά τα λόγια για να αντιμετωπίσουν τους όποιους - και της όποιας
ποιότητας, ψιθυρισμούς για τη λειτουργία μας, γιατί υπάρχουν και αυτοί.
Στο μήνα που πέρασε διαβεβαιώνουμε
τους αναγνώστες μας ότι από την πλευρά μας δεν κάναμε κάποιο τσεκάρισμα για το
προφίλ της νέας ηγεσίας του Κόμματος.
Είναι φυσικό, όμως, να
υπάρχει και να εκφράζεται μια κάποια αναμονή και να «μετράει» ο κόσμος του
Κόμματος, και όχι μόνο, τα «δείγματα γραφής» της νέας ηγεσίας. Αυτό συμβαίνει σε
όλα τα κόμματα, πολύ περισσότερο, όταν αλλάζουν ηγεσία.
Ειδικά στα αστικά κόμματα,
που αναγάγουν την ηγεσία στο «άλφα και το ωμέγα» της πολιτικής τους λειτουργίας
και παρουσίας, αυτό το «μέτρημα» είναι καθιερωμένο και πολύ έντονο, γιατί οι
οπαδοί και οι ψηφοφόροι συμπυκνώνουν στο πρόσωπο του ηγέτη και την έννοια του
κόμματος και της πολιτικής που ακολουθεί. Ειδικά σε περιόδους κοινωνικής
νηνεμίας υπάρχει, σχεδόν, μια πλήρης ταύτιση.
Αλλά για μας, για τον κόσμο
του ΚΚΕ, για τα μέλη και τα στελέχη του, το κυρίαρχο ζήτημα είναι η πολιτική
του Κόμματος. Και αυτό το γεγονός γίνεται ακόμη σπουδαιότερο μια και μόλις τώρα
το Κόμμα μας βγήκε από τις συνεδριακές του διαδικασίες, στις οποίες ενέκρινε το
νέο του Πρόγραμμα. Το Πρόγραμμα, επομένως, κρίνεται. Το κρίνουν οι εργαζόμενοι,
το «μετράει» ο αντίπαλος, το κρίνουμε και εμείς στη ζωντανή πραγματικότητα
πλέον.
Γνωρίζουμε, βέβαια, τη σχέση
της προσωπικότητας, του ηγέτη, τόσο με τον κόσμο του Κόμματος όσο και ευρύτερα
με τις λαϊκές μάζες. Ασφαλώς ο ρόλος της προσωπικότητας είναι σημαντικός. Ο
ρόλος, όμως, της πολιτικής, και με την έννοια αυτή του Κόμματος, είναι
αναντικατάστατος και έχει «απόλυτη προτεραιότητα».
Τα «δείγματα γραφής», λοιπόν,
αφορούν κυρίαρχα στο Πρόγραμμα και στην πολιτική του Κόμματος, που διαμορφώνεται
καθημερινά με βάση αυτό. Αφορούν στο κατά πόσο το Κόμμα δείχνει ότι μπορεί να
ανταποκριθεί στα πολιτικά του καθήκοντα, που, κατά τον ισχυρισμό της νέας
ηγεσίας, το 19ο Συνέδριο μας έδωσε εκείνα τα όπλα για να ανταποκριθεί το Κόμμα σε αυτά ακριβώς
τα νέα, σύνθετα και δύσκολα καθήκοντα.
Το βάρος αυτό, της
ανταπόκρισης, πέφτει στη νέα ηγεσία του Κόμματος. Και δεν θα υπάρξει καμία
δικαιολογία. Γιατί η κρίση οξύνεται, οι εργαζόμενοι αναζητούν απεγνωσμένα την έξοδο
από αυτήν, ελπίζουν στην επίλυση των καυτών τους προβλημάτων, έχουν τη διάθεση
να αγωνιστούν και το εργατικό κίνημα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των
καιρών.
Με δυο λόγια…
Από τις πολιτικές δυνάμεις
όποια διατυπώσει τη διέξοδο από την κρίση θα σφραγίσει και την πορεία του
τόπου.
Η κυβέρνηση, με την αντιλαϊκή
πολιτική της, και τα τρία κόμματα που τη στηρίζουν οξύνουν την οικονομική κρίση,
είναι εκφραστές της αστικής τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει καθημερινά εξετάσεις στην
αστική τάξη και ήδη οι εργαζόμενοι έχουν αρχίσει να το κατανοούν και το
συνειδητοποιούν. Για τη Χρυσή Αυγή δε γίνεται καν λόγος.
Το μόνο κόμμα που μπορεί να
δώσει φιλολαϊκή διέξοδο στην οικονομική και γενικότερη κοινωνική κρίση είναι το
ΚΚΕ. Προς τα εκεί στρέφεται το εργατικό και λαϊκό βλέμμα. Και εδώ δεν υπάρχει
κανένα περιθώριο για διάψευση των λαϊκών ελπίδων.
Το Κόμμα διαθέτει νέο
Πρόγραμμα, που φτιάχτηκε κατά πως ήθελε η απελθούσα και η νέα ηγεσία και είναι
ομόφωνα ψηφισμένο.
Το Κόμμα, καθώς μας λέγεται,
διαθέτει την πολιτική, τα εργαλεία και την πείρα.
Τα λόγια - δεσμεύσεις, με
άλλη βαρύτητα πια, σε σχέση με τα παραπάνω αλλά και σε σχέση με την κατάσταση
πριν από το 19ο Συνέδριο, δεν αφορούν από εδώ και πέρα στους
«διαφωνούντες», οι οποίοι, πέρα από την πρώτη, αντιμετωπίζουν και μια
καινούργια δοκιμασία «πιστοποίησης», που,
σε ορισμένες περιπτώσεις, καταλήγει σε απομακρύνσεις ακόμη και σε διαγραφές.
Μια κατάσταση, που, δυστυχώς, δεν έχει συνειδητοποιηθεί ακόμη από την πλευρά
της ηγεσίας ότι δεν βγάζει πουθενά.
Αυτοί, οι διαφωνούντες, καταγγέλθηκαν
στην ιδιοτελή, αυθαίρετη και βολική «συσκευασία του ενός», όπου, από πρόθεση,
ομαδοποιούνται διαφορετικές απόψεις και προθέσεις.
Καταγγέλθηκαν, ακόμη και σαν πράκτορες
του ταξικού αντίπαλου, με ένα πρωτοφανές μένος και στο πλαίσιο μιας
μεθοδευμένης «από τα πάνω» ανήθικης και αντικομματικής διαδικασίας. Ήταν ένα
μελανό σημείο στη μακρά πορεία του Κόμματος, το οποίο έχει ταυτότητα και
υπογραφές. Και ως τέτοιο κατανοήθηκε και ως τέτοιο θα παραμείνει.
Η νέα, όμως, Κεντρική
Επιτροπή είναι «πεντακάθαρη», και στο 19ο Συνέδριο επιλέχτηκε,
προτάθηκε και ψηφίστηκε και ως ικανή. Το «νέο» Πολιτικό Γραφείο είναι κάτι
παραπάνω από πεντακάθαρο. Αδιαμφισβήτητα
πεντακάθαρο. Η υπόλοιπη στελεχική διάταξη κατοχυρωμένη. Δεν υπάρχουν πουθενά
«βαρίδια» πια.
Τέλος…
Τι υπάρχουν;…
Υπάρχουν τα πολιτικά
«βαρίδια». Δηλαδή, τα πολιτικά προτάγματα, τα οποία βρίσκονται σαν κάρβουνα
αναμμένα στα χέρια της νέας ηγεσίας, που, αφού πέρασαν από την πολιτική
ζυγοστάθμιση του 19ου Συνεδρίου, απομένουν να κριθούν στην πράξη.
Εμείς, απλώς, θυμίζουμε, ότι
κατά τους Κλασσικούς η πράξη είναι η απόδειξη της αλήθειας. Και εμείς ως «Νέα Σπορά» ελπίζουμε στην
αλήθεια.
Ωστόσο, είμαστε υποχρεωμένοι,
απέναντι στα μέλη του Κόμματος, τους ψηφοφόρους του, γενικότερα, απέναντι στην εργατική
τάξη και στους εργαζόμενους να υπενθυμίσουμε και να ξεκαθαρίσουμε ότι διατηρούμε
τις απόψεις μας ακέραιες και επιμένουμε σε αυτές.
***
Ας σταθούμε, τώρα, σε
ορισμένα βασικά ζητήματα που, κατά τη γνώμη μας, τσεκάρουν την πολιτική του
Κόμματος, μας δίνουν τα πρώτα δείγματα γραφής.
• Ξεκινάμε από το «Χαϊλ Χίτλερ»
της Χρυσής Αυγής, που πλέον δεν κάνει τίποτα για να κρύψει ότι είναι ένα νεοναζιστικό
και νεοχιτλερικό κόμμα. Κατέπεσε, πλέον, ακόμη και αυτό το «εθνικιστικό»
μασκάρεμα που επιχειρούσε να περάσει η Χρυσή Αυγή στον ελληνικό λαό για να τον
παραπλανήσει και να αποκτήσει ευρύτερα λαϊκά ερείσματα, εκμεταλλευόμενη την
οικονομική και γενικότερα την κοινωνική κρίση στη χώρα μας, που όλο και
περισσότερο οξύνεται και οι συνέπειές της είναι αβάσταχτες πια για τους
εργαζόμενους.
Αναδεικνύεται με αυτόν τον
τρόπο το πρόβλημα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών
του ελληνικού λαού, της πολιτικής και ιδεολογικής αντιμετώπισης της Χρυσής
Αυγής, πρόβλημα που δεν πρέπει να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας, γιατί αυτή
προσπαθεί να καθιερωθεί ως η ανερχόμενη δύναμη του τόπου, που θα καταλάβει και
τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να δημιουργήσει «όραμα» με το οποίο θα
επιδράσει στις λαϊκές μάζες με την πιο καθυστερημένη συνείδηση, έως να φτάσει,
κατά τα σχέδιά της, στη διακυβέρνηση.
Σε αυτόν τον τομέα, πρέπει να
το πούμε, πολύ λίγα πράγματα έχουν γίνει, ενώ κυριαρχεί μια αμηχανία μπροστά
στο φασιστικό φαινόμενο και από τις δικές μας δυνάμεις, που την προσλαμβάνει
και ο ελληνικός λαός. Γίνεται και δική του αμηχανία, που μετατρέπεται και σε
φόβο, παίρνοντας υπόψη τους συσχετισμούς των δυνάμεων και τη φανερή αποδυνάμωση
του Κόμματος.
Από την άλλη πλευρά, η τέτοια
απροκάλυπτη εμφάνιση της Χρυσής Αυγής αξιοποιείται για μια γενικότερη
συντηρητική αναδίπλωση, προς όφελος της σταθεροποίησης της Νέας Δημοκρατίας, κατά
πρώτο λόγο, που θα διευκολύνει, ταυτόχρονα, και την εφαρμογή της κατασταλτικής
πολιτικής της κυβέρνησης για να περάσει την αντιλαϊκή της πολιτική.
Αξιοποιείται, παράλληλα, για μια αναδιάταξη του αστικού πολιτικού συστήματος
στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός πολιτικού διπολισμού.
Από αυτήν την άποψη είναι
χαρακτηριστική η διαμάχη που έχει ξεσπάσει μεταξύ των κομμάτων της
συγκυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Η Νέα
Δημοκρατία, με πρωθυπουργική παρέμβαση, έχει μπλοκάρει, προς το παρόν, το
νομοσχέδιο ακριβώς γιατί επιδιώκει να αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας με καθυστερημένα
λαϊκά τμήματα, που προσεγγίζουν τη Χρυσή Αυγή, να αναδειχτεί στο συντηρητικό
πόλο, που, ταυτόχρονα, θα μειώνει και τις δυνάμεις της Χρυσής Αυγής.
Από την άλλη, με μοχλό τη
ΔΗΜΑΡ, οι άλλες πολιτικές δυνάμεις επιμένουν στην κατάθεση και ψήφιση του
νομοσχεδίου δημιουργώντας ένα πλαίσιο πίεσης του «προοδευτικού χώρου» πάνω στη
Νέα Δημοκρατία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λείπουν και οι διαφορετικές
επιδιώξεις (κόντρες, διεμβολισμοί) μεταξύ ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ ή η εξάσκηση πίεσης
και πάνω στο ΣΥΡΙΖΑ για την πλήρη του ενσωμάτωση.
Όλο αυτό το σκηνικό
εξελίσσεται σε μια κατεύθυνση συνολικής συντηρητικής αναδίπλωσης, που θέτει σε
αμφισβήτηση λαϊκές δημοκρατικές κατακτήσεις και ελευθερίες, που αμφισβητεί στην πράξη το δικαίωμα στη δράση
και στην απεργία, που συνοδεύεται από αυταρχισμό και καταστολή. Όλα αυτά για
την κατοχύρωση των συμφερόντων της αστικής τάξης, του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου.
Ακριβώς για αυτό, την ίδια στιγμή η κυβέρνηση, προκειμένου να
αναχαιτίσει την ανάπτυξη των αγώνων του εργατικού κινήματος, δείχνει ανοιχτά
την πρόθεσή της να επιβάλει καθεστώς συνεχούς επιστράτευσης των εργαζομένων,
γεγονός που ανακυκλώνει και ευνοεί φανερά τη Χρυσή Αυγή και τη δράση της.
Και εδώ αποκαλύπτεται και η
τακτική που ακολουθείται από την αστική τάξη. Μέσα από το «συγκεκριμένο», τη
δράση της Χρυσής Αυγής, επιδιώκεται μια νέα πολιτική αναδιάταξη μια γενικότερη συντηρητική
μετατόπιση, που όχι μόνο θα φέρνει σε δύσκολη θέση το εργατικό κίνημα αλλά θα του
ακυρώνει τη δράση του συνολικά.
• Μπροστά σε αυτές τις
εξελίξεις μπαίνει επί τάπητος η ανάγκη της ανασυγκρότησης του εργατικού
κινήματος, της συσπείρωσης των εργαζομένων στα σωματεία τους, της στάσης του
Κόμματος στο εργατικό κίνημα της ανάπτυξης των αγώνων, της ενότητας και της κοινής
δράσης, της αντιμετώπισης της κατασταλτικής πολιτικής της κυβέρνησης, της
αντιμετώπισης του κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Οι κινητοποιήσεις των
ναυτεργατών, των εργαζομένων στο Μετρό, στην Εκπαίδευση, ανέδειξαν το πρόβλημα αυτό
με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, γεγονός που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο το
Κόμμα.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι η
κατάσταση του εργατικού κινήματος δεν είναι καλή, πράγμα που το εκμεταλλεύεται
η κυβέρνηση για να περάσει την αντιλαϊκή της πολιτική ως μονόδρομο απέναντι
στην οικονομική κρίση. Για την πολυδιαφημισμένη διέξοδο (φως στο τούνελ κλπ.).
Φαίνεται, ακόμη, ότι το Κόμμα
βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη διαπίστωση ότι η στάση του στο εργατικό
κίνημα δεν αποδίδει, αφού δια «γυμνού οφθαλμού» πλέον καταδείχνεται ότι η στάση
αυτή δεν γίνεται κατανοητή από τις λαϊκές μάζες (οι ψηφοφορίες στους
εκπαιδευτικούς είναι αποκαλυπτικές) και ότι επικρατεί σύγχυση τόσο στις
κομματικές δυνάμεις όσο και στις εργατικές δυνάμεις που επηρεάζει.
Η ποσοστιαία αύξηση που
σημείωσε το ΠΑΜΕ στα πρόσφατα συνέδρια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ δεν μπορεί να
κρύψει το αδιαμφισβήτητο γεγονός της μείωσης των δυνάμεων του ΠΑΜΕ μέσα στο εργατικό
κίνημα αλλά και την ίδια την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος.
Κάθε προσπάθεια για μη
αναγνώριση ή και απόκρυψης αυτής της αλήθειας αποτελεί πραγματική υπονόμευση
της υπόθεσης της εργατικής τάξης και του Κόμματος.
• Κορυφαίο ζήτημα που
αναδείχτηκε ανάγλυφα, ειδικά με το κίνημα των εκπαιδευτικών, είναι αυτό της
τακτικής του Κόμματος, του συνδυασμού των συγκεκριμένων αιτημάτων που θα
συσπειρωθούν οι εργαζόμενοι με την αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται στο
κλάδο, στο πλαίσιο της γενικότερης αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης. Ας
δούμε πως εκφράστηκε πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση των εκπαιδευτικών:
«Καρφί δεν
τους καίγεται αν τσακιστεί το κίνημα. Πρόκειται για καθαρό τυχοδιωκτισμό. Οι
δυνάμεις του ΠΑΜΕ ξεκαθαρίζουμε ότι δεν είμαστε αντίθετοι ούτε με την απεργία
στις εξετάσεις, αρκεί η εκάστοτε μορφή πάλης να συνδέεται με προϋποθέσεις
επιτυχίας του αγώνα. Και τέτοιες προϋποθέσεις είναι: Η οργάνωση, ο σχεδιασμός
του αγώνα με αιτήματα και στόχους πάλης που να εξασφαλίζουν την ενότητα του
κλάδου, τη μαζική συμμετοχή στην απεργία, αν είναι δυνατόν από τη συντριπτική
πλειοψηφία των εκπαιδευτικών. Αιτήματα, πλαίσιο και προσανατολισμός πάλης που
θα συμβάλει στη συμμαχία, στον κοινό αγώνα με εργαζόμενους γονείς, μαθητές, με
τους άλλους κλάδους των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Αγώνας και
σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική, την εξουσία των τραπεζιτών και των
βιομηχάνων, της τρόικας και της ΕΕ, της καθημερινής πάλης με την προοπτική μιας
άλλης ανάπτυξης σε όφελος του λαού και όχι των εκμεταλλευτών του.
Τέτοιες
προϋποθέσεις διασφαλίζονται στην κοινή πάλη για ένα άλλο σχολείο, αποκλειστικά
δημόσιο και δωρεάν, ένα σχολείο που θα δίνει μόρφωση σε όλα τα παιδιά και που
θα διδάσκει την ιστορική και επιστημονική αλήθεια.
Τέτοιες προϋποθέσεις βρίσκονται στον κοινό
αγώνα, όχι μόνο πάνω σε ένα αίτημα πάλης (π.χ. ενάντια στην αύξηση του ωραρίου
εργασίας), αλλά στο σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής, κόντρα στο πολυνομοσχέδιο,
στο νέο σχολείο Α.Ε., την αξιολόγηση, το νέο πειθαρχικό δίκαιο, τις
υποχρεωτικές μετατάξεις, την αύξηση του ωραρίου, τις απολύσεις, τη μισθολογική
καθήλωση, το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, κ.α.. Στη βάση
αυτή βλέπουμε την αποτελεσματικότητα και την κλιμάκωση των αγώνων» (Από: «Η πρόταση του ΠΑΜΕ
προς τους εκπαιδευτικούς και τις γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ», βλ. Ριζοσπάστης,
Κυριακή 12 Μάη 2013, σελ. 15).
Η αντιμετώπιση του συνόλου
της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης μπήκε ως κατευθυντήρια προϋπόθεση για
να προχωρήσουν οι εργαζόμενοι, στην περίπτωσή μας οι εκπαιδευτικοί, στις
κινητοποιήσεις τους. Δεν θα σχολιάσουμε, προς το παρόν, τις όποιες, κατά τη
γνώμη μας, κραυγαλέες ανακολουθίες και αντινομίες στην τακτική του Κόμματος και
του ΠΑΜΕ στους εκπαιδευτικούς, στις δηλώσεις των στελεχών του Κόμματος.
Παραμένουμε στο «συγκεκριμένο»
γεγονός, από την άποψη της τακτικής, ότι οι εκπαιδευτικοί απέρριψαν την πρόταση
του ΠΑΜΕ Εκπαιδευτικών με ποσοστά πάνω από 92%. Και αυτό, από μόνο του, είναι
ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Είναι ένα «δείγμα γραφής», που επαναφέρει, έτσι και
αλλιώς, το ζήτημα της τακτικής και της αποτελεσματικότητάς της. Της στάσης του
Κόμματος στο εργατικό κίνημα και της εργατικής του πολιτικής.
Είναι, επίσης, καθαρό ότι εδώ
υπάρχει και μια διάψευση που έχει γενικότερη σημασία. Το ΠΑΜΕ αναγνώρισε ότι οι
εκπαιδευτικοί με μαζικές διαδικασίες εξέφρασαν τις αγωνιστικές τους διαθέσεις
κόντρα στην επιστράτευση. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να κατηγορηθούν οι
εκπαιδευτικοί για αυταπάτες.
Κατά τη γνώμη μας, το
«επαληθευτήκαμε» που εκπέμπουν οι δυνάμεις μας στους εκπαιδευτικούς και τα
αισθήματα ικανοποίησης που καλλιεργούν για τη θέση μας και τη στάση μας, δεν
είναι καθόλου αρκετά, για να μην πούμε ότι είναι παραπλανητικά και επικίνδυνα,
για να εξηγήσουν το γιατί για άλλη μια φορά δεν μπορεί το ΠΑΜΕ να συσπειρώσει
τους εργαζόμενους ή τουλάχιστον οι προτάσεις του να βρουν ευρεία απήχηση και να
συγκεκριμενοποιηθούν σε αγώνες.
Ποιό είναι το ζήτημα;
Το ΠΑΜΕ καταθέτει μια πρόταση
στις Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ, οι οποίες είναι μαζικότατες, ύστερα από
πολλά χρόνια. Η πρόταση αφορά στις προϋποθέσεις επιτυχίας της απεργιακής
κινητοποίησης.
Τα ερωτήματα είναι
αναπόφευκτα:
- Γιατί η πρόταση του ΠΑΜΕ δεν γίνεται κατανοητή και γιατί απορρίπτεται και μάλιστα με ένα συντριπτικό ποσοστό, την ώρα που οι αγωνιστικές διαθέσεις είναι δεδομένες;
- Γιατί οι εκπαιδευτικοί απέρριψαν τις προϋποθέσεις επιτυχίας της απεργίας τους, ενώ εξέφρασαν φανερά και μαζικά τη διάθεση να απεργήσουν;
- Τι ακριβώς «διάβασαν» οι εκπαιδευτικοί στην πρόταση του ΠΑΜΕ, που δεν «διαβάζει» το Κόμμα στις ίδιες τις προτάσεις του;…
Στα μέχρι τώρα κείμενα που
έχουν γραφτεί και τη σχετική αρθρογραφία σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν απαντήσεις.
Η «Νέα Σπορά» θα επανέλθει
στην (μη) απεργία των εκπαιδευτικών και θα επιχειρήσει να απαντήσει σε αυτά τα
ερωτήματα. Το κυριότερο, όμως, είναι να υπάρξει μια απάντηση από την πλευρά του
Κόμματος.
• Οι δημοσκοπήσεις που
διεξάγονται γύρω από την αποδοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ εκ μέρους
του ελληνικού λαού αναδεικνύουν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αυξάνει σταθερά το
ποσοστό απόρριψης τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του ευρώ. Το θέμα αυτό
παίρνει μια δυναμική σημασία, που δεν αφορά μόνο τη χώρα μας. Τα ίδια
δημοσκοπικά αποτελέσματα υπάρχουν και για άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
που μερικές από αυτές παίζουν κυρίαρχο ρόλο σε αυτήν (Γαλλία, Γερμανία,
Ισπανία, Ιταλία, κλπ).
Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και του ευρώ απασχολεί σταθερά και επίμονα την επικαιρότητα, κατά τη
γνώμη μας δικαιολογημένα, γιατί σχετίζεται άμεσα με το ξεπέρασμα της κρίσης
τόσο στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στη χώρα μας. Η κρίση δεν
ξεπερνιέται και αν δώσουμε βάση στα όσα υποστήριξε η Άνγκελα Μέρκελ πρόσφατα σε
ομιλία της, και μάλιστα μπροστά σε μαθητές, θα διαρκέσει και πρέπει να γίνουν
πολλά περισσότερα για να ξεπεραστεί. Απόδειξη η ύφεση που χαρακτηρίζει ακόμη
και ισχυρές οικονομίες σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολιτικές δυνάμεις στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγγενικές του
ΣΥΡΙΖΑ, θέτουν ανοιχτά το ζήτημα του ευρώ. Την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα
σε Ιταλία, Ισπανία βρίσκεται υπό κατάρρευση. Στη Γαλλία η κυβέρνηση
αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ενώ στη Γερμανία επίσημα κόμματα θέτουν ευθέως
το ζήτημα του ευρώ. Το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, κυβερνητικό κόμμα, έχει θέσει επίσημα
με πρότασή του την έξοδο από το ευρώ.
Είναι φανερό ότι όλο αυτό το
σκηνικό φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση το ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει αμετακίνητος στη
θέση του για το ευρώ και τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ
είναι βέβαιο ότι θα είναι στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης, πολύ
περισσότερο που έχουμε μπροστά μας τις ευρωεκλογές.
Αυτό που θέλουμε να
επισημάνουμε από την πλευρά μας είναι το γεγονός ότι:
- Παρά τα εντεινόμενα αισθήματα αποστροφής, αγανάχτησης και απόρριψης που υπάρχουν στον ελληνικό λαό για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ,
- παρά τις συζητήσεις ουσίας που διεξάγονται για το μέλλον της ευρωζώνης και το πώς θα διαμορφωθεί αυτή μετά τις γερμανικές εκλογές και ποια θα είναι η θέση της χώρας μας σε αυτήν,
- παρά το γεγονός ότι ακόμη και πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαναγκάζονται να μετακινούνται από τις προηγούμενες θέσεις τους το Κόμμα δεν φαίνεται να αντλεί και να συσπειρώνει δυνάμεις με την πολιτική του.
Αντίθετα φαίνεται να
δυσκολεύεται να παρακολουθήσει και να συνδυάσει όλες αυτές τις εξελίξεις με τη
θέση που έχει ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, να μη μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει
και να τροφοδοτήσει σε θετική κατεύθυνση, και ως προς την πολιτική συνείδηση
των λαϊκών μαζών, τις διεργασίες που εξελίσσονται.
• Το τελευταίο ταξίδι του πρωθυπουργού
της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις ΗΠΑ άνοιξε θέματα και για τη χώρα μας
και για την ευρύτερη περιοχή. Ο ρόλος της Τουρκίας φαίνεται να «βαραίνει»
σημαντικά για τους στόχους της πολιτικής των ΗΠΑ.
Είναι φανερό ότι οι όποιες
συζητήσεις διεξήχθησαν για τα
γενικότερα ζητήματα της περιοχής και οι «ρυθμίσεις» που συμφωνήθηκαν θα
περιλαμβάνουν και μερικά κορυφαία θέματα, που αφορούν άμεσα τη χώρα μας: Το
Κυπριακό, οι σχέσεις των δύο χωρών, η κατανομή ρόλων, το ενεργειακό και οι
αγωγοί, το Αιγαίο, οι ζώνες ευρύτερα στη Μεσόγειο και ειδικότερα αυτές που
αφορούν τη χώρα μας και την Κύπρο.
Έχει, επίσης, σημασία το
γεγονός ότι ο πρωθυπουργός «απέτυχε» να αποσπάσει τη συγκατάθεση της
αμερικάνικης διοίκησης για μια επίσκεψη στις ΗΠΑ και συνάντησή του με τον
πρόεδρο Ομπάμα.
Ως εκ τούτου…
Τα ζητήματα της εθνικής
ανεξαρτησίας, της κατοχύρωσης των συνόρων, χερσαίων, θαλάσσιων, εναέριων, της
κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, η επαναφορά του σχεδίου Ανάν
για την Κύπρο, να μη συρθεί η χώρα μας σε μια εμπόλεμη κατάσταση στην ευρύτερη
περιοχή, το χτύπημα της εξάρτησης κ.α. αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
Και η σημασία τους γίνεται
πολύ μεγαλύτερη αν πάρει κανείς υπόψη ότι στην περιοχή ανταγωνίζονται οι
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ο ανταγωνισμός τους αυτός είναι ενδεχόμενο να
σύρει τις μικρότερες χώρες σε ανοιχτή ρήξη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι
αυτός ο ανταγωνισμός εκφράζεται μέσα στην ίδια τη χώρα μας. Ο ενεργειακός
τομέας έχει προνομιακή προτεραιότητα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για
την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας αερίου, το ενδιαφέρον της Γερμανίας για τους
ενεργειακούς πόρους της χώρας μας είναι έκφραση αυτού του ανταγωνισμού, που
βέβαια αναδεικνύει και τη σχέση της χώρας μας με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το ότι οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γερμανία
είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τουλάχιστον σε αυτό, δεν υπάρχει καμία
αμφισβήτηση. Το αναγνωρίζουν ακόμη και σοβαροί αστοί πολιτικοί.
Εδώ θα κριθούν και οι
προγραμματικές επεξεργασίες του Κόμματος γύρω από αυτά τα θέματα.
***
Κλείνουμε αυτό το άρθρο με
την παρακάτω, πολύ σημαντική για μας, επισήμανση.
Όλες αυτές οι εξελίξεις, όχι
μόνο γύρω από τα θέματα που αναφέρθηκαν, έχουν δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο
κλίμα, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα και απορία, γύρω από το Κόμμα.
Για πρώτη φορά, και σε συνθήκες
κρίσης, έχει εμφανιστεί το ερώτημα -
απορία για το ρόλο του Κόμματος μέσα στην ελληνική κοινωνία. Συζητιέται. Και
αυτή η συζήτηση όλο και περισσότερο απλώνεται. Αυτή είναι μια πραγματικότητα,
που αν παγιωθεί δεν ευνοεί καθόλου το Κόμμα μας. Θα σπάσουν ιστορικοί δεσμοί,
αν δεν έχουν σπάσει.
Μέχρι τώρα τέτοιο ερώτημα δεν
υπήρχε. Ο ελληνικός λαός δεν απορούσε για το ΚΚΕ. Θεωρούσε δεδομένο ότι το
Κόμμα μας ταυτίζεται με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των
δημοκρατικών του ελευθεριών και την κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, με τον
αγώνα για το σοσιαλισμό.
Πρόκειται για ένα ερώτημα,
που είναι σε άμεση συνάρτηση με την εικόνα, με το κύρος του Κόμματος μέσα στην
ελληνική κοινωνία, με την πολιτική του. Κύρια έχει να κάνει με το πώς προσλαμβάνουν
γενικά οι εργαζόμενοι την πολιτική του Κόμματος. Τι εκπέμπει το Κόμμα και τι
αντίληψη διαμορφώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι για αυτό, με τη γνώμη τους.
Αυτό που είχε κατακτήσει το
ΚΚΕ μέσα στην ελληνική κοινωνία ήταν ότι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από τις
πολιτικές τους πεποιθήσεις, το τιμούσαν πάντα για τους αγώνες του και την
πολιτική του στάση, γεγονός που αναγνωριζόταν και από τους αντιπάλους του.
Η αμφισβήτηση του ρόλου του
Κόμματος μέσα στην ελληνική κοινωνία, ως συνεπούς υπερασπιστή των εργαζομένων
για κάθε τους πρόβλημα και για κάθε στιγμή, η αμφισβήτησή του ως φορέα των
σοσιαλιστικών ιδεών και αξιών θα σημάνει και την αντίστροφη μέτρηση για την
ιστορική του θέση και ύπαρξη. Και εδώ μας χρειάζεται κάτι περισσότερο από την
απλή ανησυχία.
Μας χρειάζεται λιγότερη
έπαρση για την πολιτική μας και τη στάση μας μέσα στο λαϊκό κίνημα, μας
χρειάζεται περισσότερη περίσκεψη και αγωνία για το μέλλον του Κόμματος.