Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Η απάντηση της «Νέας Σποράς» στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα Α΄ Μέρος

    

Αφήσαμε το χρόνο να περάσει και δεν απαντήσαμε αμέσως στη Συντακτική Επιτροπή του Ριζοσπάστη, παρά το ότι μας χαρακτήρισε «άσπονδους φίλους» που βρισκόμαστε «στην απέναντι όχθη» (Ριζοσπάστης 3 Ιούνη 2012, σελίδες 14-15), γιατί έπρεπε, πριν απ’ όλα, να επαληθευτούμε ή και να διαψευστούμε αντίστοιχα, για το βασικό λόγο που μας ανάγκασε να εμφανιστούμε ως «Νέα Σπορά». Και ο βασικός λόγος που εμφανιστήκαμε ήταν η μεγάλη αγωνία μας για το μέλλον του Κόμματος. Βλέπαμε την κακή του πορεία, από πολύ καιρό τώρα, που με ευθύνη της ηγεσίας είχε πάρει και που ήρθε να εκφραστεί στις εκλογές της 6ης του Μάη με το εκλογικό αποτέλεσμα που έφερε. Ήταν το καταλυτικό γεγονός που κορύφωσε την ανησυχία μας.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε τα μέλη του Κόμματος, τα στελέχη του, οι φίλοι και οι οπαδοί του, οι ψηφοφόροι του, να γνωρίσουν την άποψή μας για το πώς διαγράφεται η πορεία του Κόμματος. Να γνωρίσουν ποιο είναι το κομματικό ζήτημα. Τις διαστάσεις του. Να γνωρίσουν τους τεράστιους κινδύνους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει το Κόμμα και που έθεταν ακόμη και την ίδια του την ύπαρξη σε αμφισβήτηση. Έτσι γεννιέται η «Νέα Σπορά».

Το κύριο καθήκον που έμπαινε, κατά την άποψή μας, εκείνη τη στιγμή μπροστά μας ήταν ακριβώς όλο το κομματικό σώμα να συνειδητοποιήσει την κατάσταση του Κόμματος και να πάρει στα χέρια του την υπεράσπισή του, μια και η ηγεσία του, ξεκομμένη από την πραγματικότητα, δεν εννοούσε ή δεν είχε και το θάρρος να καταλήξει στα αναγκαία συμπεράσματα και  οδηγούσε το Κόμμα κατ’ ευθείαν πάνω στα βράχια. Υπήρχε και κυκλοφορούσε, από στόμα σε στόμα, σχεδόν παράνομα, μια πολύ συγκεκριμένη άποψη. «Ότι το Κόμμα δεν πάει καλά, ότι εάν δεν στεριώσει κυβέρνηση τώρα και υπάρξουν νέες εκλογές το Κόμμα θα λεηλατηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ».

Ωστόσο, για το εγχείρημά μας, δεν ήταν μόνο η ηγεσία του Κόμματος με την πολιτική της και τα αδιέξοδα που έφερνε, που μας ώθησε στη δημόσια παρουσία μας. Ήταν και η στάση και εκείνων, που είχαν ήδη εμφανιστεί με οργανωμένες μορφές ηλεκτρονικής έκφρασης και εξέφραζαν άποψη για τα κομματικά πράγματα και που, κατά τη γνώμη μας, δεν επικέντρωναν στο κύριο καθήκον των κομμουνιστών - που ήταν η ύπαρξη και η υπεράσπιση του Κόμματος, παρά και ενάντια στην επίσημη πολιτική γραμμή του Κόμματος, που του επέβαλε η ηγεσία του, γεγονός που αναπόδραστα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα και σε παράλληλη πορεία με την ηγεσία του Κόμματος. Στην αποδυνάμωση του Κόμματος και στην περιθωριοποίηση.

Η αιτία αυτής της παράλληλης, και από διαφορετικές εκτιμήσεις, πορείας,  και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη, που, δυστυχώς, εκτιμούμε ότι μας δικαίωσε πλήρως για τη στάση μας, τώρα είναι πια εύκολο να εξηγηθεί. Είχε ιδεολογική βάση. Βρισκόταν και στηριζόταν στην αντίληψη και στην εκτίμηση για το ρόλο της ηγεσίας του, που έλεγχε με τρόπο ολοκληρωτικό το Κόμμα με αποτέλεσμα να του αναστέλλεται ο πολιτικός και ιστορικός του ρόλος.  Παραπέρα, η συγκεκριμένη συγκυρία αποδείκνυε ότι το ΚΚΕ είχε εξαντληθεί πλέον.  Παράλληλα η ηγεσία του το οδηγούσε στη διάλυση.  

Θα το πούμε ευθέως και καθαρά. Η άποψη αυτή όχι μόνο ενίσχυε το ρόλο της ηγεσίας αλλά αποκοίμιζε και την κομματική βάση και στόχευε προς τα «έξω».  Ενώ δικαιολογούσε ατομικές στάσεις και συμπεριφορές. Κατά τη γνώμη μας είχαν διαπράξει το ολέθριο σφάλμα να αποσυνδέσουν την ύπαρξη και δράση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας από την ύπαρξη και δράση του Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, στο όνομα της ηγεσίας του. Γι’ αυτό και στις πρόσφατες εκλογές που έγιναν κρατήσανε μέχρι τέλους την ουδετερότητά τους. Δεν «μολύνθηκαν» από μία δημόσια τοποθέτηση υπεράσπισης του Κόμματος και ενός δημόσιου 
καλέσματος να ψηφιστεί, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν το κομματικό πρόβλημα.

Δυστυχώς δεν είχαν βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από όλες τις προσπάθειες «διάσωσης» του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, αυθεντικές και γνήσιες ή όχι, που είχαν, όμως, μία και την ίδια αφετηρία. Την άρνηση του Κόμματος. Άρνηση η οποία στηρίχτηκε στην ταύτιση της εκάστοτε ηγεσίας με το ίδιο το Κόμμα στο σύνολό του, του ΚΚΕ. Και που είχαν όλες αυτές οι προσπάθειες το ίδιο τραγικό τέλος. Κατέληξαν να αποτύχουν. Γιατί στο τέλος οδηγήθηκαν σε άρνηση όχι μόνο της αναγκαιότητας ύπαρξης του Κόμματος αλλά και σε άρνηση του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος ή μετατράπηκαν σε πολιτικές ασημαντότητες.

Κι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιομορφία της δικής μας χώρας. Είναι καθολικό γνώρισμα για όλες τις χώρες. Γι’ αυτό και όλες οι ενέργειες αυτών των «φωνών» κοίταζαν προς τα «έξω» και όχι προς τα «μέσα». Ήταν και είναι η μεγάλη μας διαφορά και μάλιστα διαφορά αρχών. Αν θα πρέπει να δοθεί η μάχη του να παραμείνει και να δρα το ΚΚΕ ως μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, που εκπροσωπεί ιστορικά το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας ή όχι.

Η τέτοια πολιτική στάση αναδεικνύει, στην πράξη, τη βαθιά υποτίμηση για το πέρασμα του ΚΚΕ από την κοινωνική ζωή της χώρας, για το ανεξίτηλο αποτύπωμα που άφησε στην ιστορία αυτού του τόπου, για το σύγχρονο ρόλο που μπορεί να παίξει, για την επίδραση που άσκησε στην εργατική τάξη, όχι μόνο το ΚΚΕ αλλά και η Τρίτη Διεθνής. Μοιάζει ακριβώς με την άποψη καλύτερα να διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση για να σωθεί ο σοσιαλισμός!

Γιατί όταν οι λαϊκές μάζες κοιτάζουν προς τα «μέσα», προς το ΚΚΕ, αγωνιούν για το ΚΚΕ, θέλουν να ελπίζουν στο ΚΚΕ, θέλουν να υπάρχει το ΚΚΕ ως αντίπαλο δέος της άρχουσας τάξης, παρά τις απορίες τους και τις όποιες ενστάσεις τους, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αποστρέφεται τις μάζες και να κοιτάει προς τα «έξω», σε τελική ανάλυση να αποστρέφεται το ΚΚΕ. Καταδικάζει σε αναμονή τις μάζες. Πέρα και έξω από προθέσεις τις οδηγεί στον αντίπαλο μια ώρα γρηγορότερα. Τις υπονομεύει στη δράση τους, στην ενότητά τους, στην προσέγγισή τους με το επαναστατικό κίνημα γενικά. Και τελικά υπονομεύει όχι μόνο την ύπαρξη του ΚΚΕ αλλά και του κομμουνιστικού κινήματος του ίδιου. Σε τελική ανάλυση καταδικάζει το ίδιο το εργατικό κίνημα στην ενσωμάτωση. Αυτή είναι η μετασοβιετική εμπειρία και όποιος δεν το κατάλαβε μάλλον δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα.

Και τώρα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη, τώρα που δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται το τι σημαίνει για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα η αποδυνάμωση του Κόμματος, τώρα που «γύρισαν πίσω» ορισμένοι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τώρα που μέχρι και αναρχικοί εμφανίζονται δειλά - δειλά και δηλώνουν ότι ψήφισαν ΚΚΕ για να μην εξαφανιστεί, τώρα που η «Χρυσή Αυγή» είναι μια ζοφερή και χειροπιαστή πραγματικότητα και απειλή καθημερινή, τώρα που η ανησυχία των εργαζομένων είναι έκδηλη, γιατί αισθάνονται να τους έχει φύγει η «πλάτη» τους, τώρα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας εγκαλεί για την εμφάνισή μας ή να διαστρέφει τις προθέσεις μας. 

Εμείς επιλέξαμε να δώσουμε τη μάχη της υπεράσπισης του ΚΚΕ, κόντρα στην πολιτική της ηγεσίας, γεγονός που εκείνη τη στιγμή επέβαλε και το δημόσιο αγωνιστικό προσκλητήριο να ψηφιστεί. Δεν μπερδευτήκαμε και δεν μπερδέψαμε ούτε τα πράγματα ούτε και κανέναν. Βγήκαμε να υπερασπιστούμε την επιλογή μας. Άλλοι δεν το έκαναν μέχρι το τέλος. Και όχι μόνο δεν το έκαναν, αλλά βγήκαν και μας κατηγόρησαν ότι οδηγούμε τα «πρόβατα στο μαντρί». Αν αυτό δεν είναι καραμπινάτη άποψη που οδηγεί συντεταγμένα στην εκλογική μείωση του Κόμματος, ότι κοιτάμε με ορθάνοιχτα τα μάτια προς τα «έξω», τότε τι άλλο μπορεί να είναι; Όλοι μας, όμως, θα κριθούμε και, εμείς πιστεύουμε, πολύ σύντομα.

Τολμούμε δε να ισχυριστούμε ότι τώρα έχουμε πιο ισχυρή και στέρεη εκτίμηση των δυσκολιών. Και για το Κόμμα και για το Κίνημα. Είναι πολύ περισσότερες απ’ ότι νομίζαμε. Μόνο και μόνο ότι η απογοήτευση αλλά και η τάση αποστράτευσης εκείνων των ηλικιών, που ήταν το θεμέλιο ύπαρξης του Κόμματος, έχουν ενισχυθεί, μόνο και μόνο ότι η  Γραμματέας του Κόμματος μιλάει τελευταία στη βουλή, στο επίπεδο των αρχηγών των κομμάτων, είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς το πόσο έχουν αλλάξει οι όροι της πολιτικής παρουσίας του Κόμματος. Και ας μη σπεύσουν ορισμένοι να μας κατηγορήσουν για ηττοπάθεια ή για κοινοβουλευτισμό. Η ανησυχία που επικρατεί μεταξύ των εργαζομένων «για το τι θα γίνει» είναι αρκετή και πολύ ισχυρή απόδειξη για το μέγεθος των δυσκολιών που υπάρχουν μπροστά μας.

Μας είναι απόλυτα κατανοητό, για να μην πούμε ιστορικά οικείο, ότι τους φαινόταν παράταιρο, ακόμη και ύποπτο, το γεγονός ότι η «Νέα Σπορά» εμφανίστηκε υπερασπίζοντας την ύπαρξη του Κόμματος, καλώντας τα μέλη του, τα στελέχη του, τους οπαδούς του και ψηφοφόρους του να το υπερασπίσουν και εκλογικά, κι αυτή η πρόσκληση να συνοδεύεται με τη διατύπωση της σκληρής αλλά δίκαιης κριτικής προς την ηγεσία.

Στο βάθος κρύβεται η ίδια νοοτροπία, ακριβώς ίδια με αυτήν της ηγεσίας, που οδηγεί και στην ίδια αντιμετώπιση, στα ίδια μέσα. Η αυθεντικότητα της αλήθειας «μας», που είναι συνήθως η άλλη όψη του παραγοντισμού, της ψυχολογίας του σωτήρα, που νοιώθει ευχαριστημένος και γεμάτος αυτοϊκανοποίηση, γιατί «δικαιώνεται» από την κληρονομιά των ερειπίων, που οδηγεί, όμως, στην υπέρμετρη καχυποψία και στην εύκολη κατηγορία, στην απόδοση και στο φόρτωμα όλων των κουσουριών του κομμουνιστικού κινήματος στον Άλλον. Στον «Εχθρό»! Που από μία άποψη είναι και πραγματικός εχθρός, γιατί χαλάει τη σούπα τόσο «των μεν» όσο και «των δε». Αποκαλύπτει τον καιροσκοπισμό τους, έστω κι αν διαθέτει διαφορετικό πρόσημο.

Προσπερνάμε με βαθύτατη περιφρόνηση και λύπη τα όσα μας αποδόθηκαν. Που ορισμένα από αυτά ξεπέρασαν κάθε όριο γκεμπελίστικης νοοτροπίας και κατασκευής, ασφαλίτικης πρακτικής και μεθόδευσης. Τα γνωρίζουμε όλα. Τους ανήκουν, όμως, και ΟΛΑ. Όσα κατασκεύασαν, κυκλοφόρησαν και εξακολουθούν να κυκλοφορούν, σαν ευτελείς και εκφυλισμένοι «λειτουργοί κοινωνικής κριτικής». Το στίγμα έμεινε και δεν φεύγει. Και έχει ημερομηνία δημοσίευσης, χώρο δημοσίευσης και ταυτότητα.

Το κομματικό ζήτημα είναι πολύ σοβαρότερη υπόθεση για να μπλέξει στα γρανάζια μιας καταδικασμένης νοοτροπίας και φτηνής πρακτικής που οριστικά πρέπει να ξεπεραστεί. Διατηρούμε το δικαίωμα να απαντάμε όποτε κρίνουμε αναγκαίο ότι πρέπει να το κάνουμε. Και θα το κάνουμε. Κι αν χρειαστεί να καταθέσουμε και λεπτομέρειες κι αυτό θα το κάνουμε, γιατί τελικός κριτής για όλους μας είναι η εργατική τάξη και η Ιστορία.

Δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να αμαυρώσει τις προθέσεις μας, την κομμουνιστική μας ταυτότητα, την παρουσία μας στο κομμουνιστικό κίνημα, την προσφορά μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η χειρότερη μορφή κοινωνικής και πολιτικής υποκρισίας είναι η «κομμουνιστική» υποκρισία. Τους τη χαρίζουμε.

Γι αυτό και δεν ρωτάμε μερικούς από τους σωτήρες τι ψήφισαν στις εκλογές. Δεν μας ενδιαφέρει άλλωστε. Η στάση τους είναι μια μετάλλαξη της ίδιας της στάσης που κράτησε η ηγεσία του Κόμματος. Οδήγησε με το δικό της τρόπο μαζικά τον κόσμο του ΚΚΕ στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να καταλήξουν στο τέλος όλοι τους στον ΣΥΡΙΖΑ!
Ναι! Αναγνωρίζουμε, τελικά, ότι ο δεξιός οπορτουνισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο «λογικός» από τον «αριστερό» οπορτουνισμό της ηγεσίας του Κόμματος. Ο πρώτος δίνει διέξοδο σε έναν άμεσο αστικό ρεφορμισμό, ο άλλος είναι παντελώς αδιέξοδος. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να χαντακωθεί το Κόμμα και η ενός αιώνα παρουσία του και ιστορία του.   

1. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας

Η καθυστέρηση στην απάντηση που αφορά τη ΣΕ του «Ρ» οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους. Γιατί για να δοθεί, όσο το δυνατό, μια ολοκληρωμένη απάντηση στο δημοσίευμα του Ριζοσπάστη, αλλά και σε άλλα δημοσιεύματα, θα έπρεπε να περιμένουμε τη διεξαγωγή των επαναληπτικών εκλογών της 17ης του Ιούνη, παραπέρα να γνωρίζουμε και τις επίσημες εκτιμήσεις της ηγεσίας του Κόμματος για τα εκλογικά αποτελέσματα.
Πρωτίστως, όμως, αποφύγαμε να ακολουθήσουμε την πρακτική της ηγεσίας του κόμματος, η οποία την  ώρα της εκλογικής μάχης έδειξε δια μέσου της απάντησης της ΣΕ του «Ρ» στη «Νέα Σπορά», τις πραγματικές της προθέσεις. Προσπάθησε να αξιοποιήσει την «ευκαιρία», που υποτίθεται ότι της έδωσε η «Νέα Σπορά», χωρίς να έχει μάλιστα και το θάρρος να την κατονομάσει, για να δείξει ότι θα επιμείνει σε μια αδιέξοδη και επικίνδυνη, για το παρόν και το μέλλον του κόμματος, γραμμή. Το ίδιο λάθος έκαναν κι άλλοι. Θεώρησαν ευκαιρία την εμφάνιση της «Νέας Σποράς», όπως ακριβώς η ηγεσία.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κόμμα μας αυτήν τη στιγμή - και που αναγνωρίζονται πλέον επίσημα και από την ίδια την ηγεσία του, δεν ήταν ο καρπός, το κακό αποτέλεσμα μιας εκλογικής μάχης και μιας αποτυχημένης εκλογικής τακτικής, κατηγορία που μας αποδίδεται με τόση ευκολία από την πλευρά της ηγεσίας και που από την πλευρά της «Νέας Σποράς» δεν προβλήθηκαν ποτέ ως οι βασικές αιτίες.

Ήταν το αποτέλεσμα μιας συνολικής πολιτικής γραμμής, που έχει να κάνει με το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που εξέπεμπε το κόμμα με ευθύνη της ηγεσίας του, της εγκατάλειψης του προγράμματος του κόμματος, της στάσης του κόμματος μέσα στο εργατικό κίνημα, ήταν, τέλος, το αποτέλεσμα και του ίδιου του τρόπου λειτουργίας του, μια και η ηγεσία απεμπόλησε τους λενινιστικούς κανόνες λειτουργίας ενός κομμουνιστικού κόμματος, με αποτέλεσμα να υπονομεύσει τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους και τους χώρους δουλειάς.

Ξεκαθαρίζουμε, ευθύς εξ αρχής, τη διαφωνία μας για την πολύ γνωστή κατεύθυνση  με την οποία το κόμμα μας έδωσε σχεδόν όλες τις εκλογικές μάχες μέχρι τώρα και που πήγαινε σ’ αυτές με το «σύνολο της γραμμής του», όπως χαρακτηριστικά λεγόταν κατ’ επανάληψη και μέσα στις ΚΟΒ.  Και το σύνολο της γραμμής μας παρέπεμπε στο ότι πάμε στις εκλογές, και όχι μόνο, παντού στην καθημερινή μας δράση και στις προτεινόμενες λύσεις, με τη στρατηγική μας.  Γεγονός που στην πράξη αποδείκνυε την εγκατάλειψη της τακτικής.

Γιατί τι ακριβώς σήμαινε να πηγαίνουμε με το σύνολο της γραμμής μας στην πραγματικότητα; Σήμαινε ότι η δράση μας περιοριζόταν στην απλή αναφορά στα προβλήματα των εργαζομένων, ότι «χρησιμοποιούσαμε» τα προβλήματά τους  για να «τεκμηριώσουμε» την ανάγκη του σοσιαλισμού, ενώ δεν αναπτύσσαμε τη δράση του εργατικού κινήματος για την επίλυσή τους, στις εκλογές δεν καταθέταμε προγραμματική πρόταση για την αντιμετώπισή τους και όποιες λύσεις καταθέταμε παρέπεμπαν ουσιαστικά στο σοσιαλισμό. Και οι αποδείξεις για αυτήν την «τακτική» είναι πολλές.

Πιστεύαμε ή, καλύτερα, θέλαμε να πιστεύουμε ότι, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη, η ηγεσία του Κόμματος θα έβλεπε και θα συνειδητοποιούσε τον ολισθηρό της δρόμο. Ότι θα διόρθωνε την πολιτική γραμμή του Κόμματος, έστω και τόσο αργά. Την καλέσαμε γι αυτό, αλλά δεν το έκανε.

Στην πρώτη κεντρική συγκέντρωση του Κόμματος μετά τις εκλογές της 6ης του Μάη, στις 14 του Μάη,  η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει με απόλυτα κατανοητό τρόπο το τι σημαίνει «το σύνολο της γραμμής μας»: «Τώρα το λαϊκό κίνημα πρέπει να οργανώσει την αντεπίθεσή του. Αν γίνουν εκλογές, να αλλάξει την ψήφο του, να κάνει δυνατό το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θέλει και μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη διακυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας, του μοναδικού ριζικά διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης, ο οποίος μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Είναι ο δρόμος της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και εργατικό έλεγχο».

Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Η παραπάνω φράση καθορίζει το βασικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού, χωρίς να ονομάζεται. Και πότε λέγεται; Όταν έχει χτυπήσει το καμπανάκι των εκλογών της 6ης του Μάη. Και η ηγεσία του Κόμματος επιμένει στην ίδια πολιτική γραμμή αγνοώντας το ηχηρό μήνυμα του εκλογικού σώματος και καλώντας τον κόσμο «να αλλάξει την ψήφο του» και ότι δεν έκανε στις 6 του Μάη να το κάνει στις 17 του Ιούνη. Υπό μία έννοια την άλλαξε αλλά σε βάρος του Κόμματος.

Στην ίδια ομιλία και σε άλλο σημείο της η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει και διαλύει κάθε αμφιβολία για το πώς κατανοεί η ηγεσία του Κόμματος τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, την πάλη του εργατικού κινήματος:  «Σ’ αυτό το δρόμο πάλης θα αποσπώνται και κάποιες παραχωρήσεις, θα δυσκολεύονται τα χειρότερα, ενδεχομένως και κάποια να αποτραπούν, βαδίζοντας συνεχώς μπροστά στον ελπιδοφόρο δρόμο της λαϊκής διακυβέρνησης και εξουσίας».

Εδώ βλέπουμε πολύ καθαρά και την εκτίμηση που είχε η ηγεσία του Κόμματος για το εάν μπορούσαν οι εργαζόμενοι με την πάλη τους να αποσπάσουν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους. Δεν το πίστευε και δεν το διεκδικούσε. Τη διεκδίκηση για την επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων τη μεταβίβαζε στην εργατική λαϊκή εξουσία, στο σοσιαλισμό, που κι αυτόν απέφευγε να τον ονομάσει, να τον αναφέρει ρητά και καθαρά. Την ίδια στιγμή, βέβαια, απολογιότανε ότι δεν παραπέμπει τα πάντα στο σοσιαλισμό! Η αντίφαση «βγάζει μάτι»! Και τέτοιου είδους αντιφάσεις φέρνουν ένα καίριο αποτέλεσμα για τον πολιτικό λόγο που εκφέρει ένα κομμουνιστικό κόμμα. Σπέρνουν σύγχυση.

Γιατί ποια αίσθηση καταστάλαζε στη συνείδηση του κόσμου που μας άκουγε; Έχοντας την πείρα ενός εκτεταμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να αποσπάσει καμία ουσιαστική νίκη, δεν μπόρεσε να ματαιώσει καμία κυβερνητική πρωτοβουλία για τα καυτά προβλήματα που τον αφορούσαν, δεν μπόρεσε να ματαιώσει κανένα από τα κυβερνητικά μέτρα που πάρθηκαν, δεν μπόρεσε να αποσπάσει «κάποιες παραχωρήσεις» ή «να δυσκολέψει τα χειρότερα» ή «ενδεχομένως και κάποια να αποτραπούν» από τα μέτρα που πάρθηκαν κατέληγε στην απορία: «Πως αυτοί εδώ θα κερδίσουν έναν πόλεμο χωρίς να έχουν κερδίσει, έστω, μία μάχη»;

Κι αυτό το ζήτημα δεν είναι ήσσονος σημασίας. Αφορά στη διαμόρφωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, ευρύτερα των εργαζομένων, της κοινωνικής ψυχολογίας γενικά των λαϊκών μαζών, που εκείνη τη στιγμή κινητοποιούνται κατά εκατομμύρια καταδικάζοντας το δικομματισμό και καταφέροντας ένα καίριο χτύπημα στο αστικό πολιτικό σύστημα και αναζητούν νέα λύση στο ζήτημα της εξουσίας και της διακυβέρνησης.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή το Κόμμα απαντάει στην αναζήτηση των λαϊκών μαζών με την εργατική λαϊκή εξουσία κι αυτές μας γυρίζουν την πλάτη. Τουλάχιστον πρέπει να μας προβληματίσει η στάση των εργαζομένων, που έτρεφαν πάντα υψηλή εκτίμηση για το Κόμμα και εμπιστοσύνη, αντί να καταφεύγουμε στις εύκολες κατηγορίες ότι εγκλωβίστηκαν στις προτάσεις των άλλων κομμάτων που είχαν διαχειριστικό χαρακτήρα.    

Έχει, όμως, σημασία να προσδιορίσουμε και τη στιγμή που οι λαϊκές μάζες μας γυρίζουν τις πλάτες. Είναι η στιγμή που οι εργαζόμενοι δέχονται τη μεγαλύτερη επίθεση ενάντια στις κατακτήσεις τους, που τα μικροαστικά στρώματα υφίστανται τη μεγαλύτερη καταστροφή στη νεώτερη ιστορία της χώρας, που τα πιο καθυστερημένα τμήματα των εργαζομένων αρχίζουν να προσβλέπουν στη «Χρυσή Αυγή» και την καθιστούν πολιτική δύναμη με αντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο.  

Ξεκαθαρίζουμε, επίσης, πως η «Νέα Σπορά» δεν τάχθηκε ποτέ υπέρ της εγκατάλειψης της στρατηγικής του Κόμματος και υπέρ της υπόκλισης, κατ’ αποκλειστικότητα, στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων. Κι αυτό ισχύει για κάθε μάχη που έδινε το Κόμμα, για κάθε μέτωπο πάλης ακόμη και για τις εκλογές.

Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε την άποψη ότι πρέπει να υπάρχει σταθερή και αρμονική σύνδεση μεταξύ της στρατηγικής και της τακτικής, που θα εκφράζεται μέσα από την οικονομική, την ιδεολογική και πολιτική δράση του Κόμματος και θα αποσκοπεί στη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων και, ταυτόχρονα, στην άνοδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών για την επίτευξη του τελικού στρατηγικού σκοπού, ο οποίος πρέπει να αναφέρεται με το όνομά του και όχι μέσα από θολά λεκτικά σχήματα, που θυμίζουν Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του ‘70.        

Γι αυτό το λόγο οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη γενική γραμμή του Κόμματος με τη μονομερή προβολή της στρατηγικής του επαναλαμβάνονται και στην απάντηση της ηγεσίας του Κόμματος - δια μέσου της Συντακτικής Επιτροπής (ΣΕ) του Ριζοσπάστη, προς τη «Νέα Σπορά». Οι αντιφάσεις αυτές αναδεικνύουν τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του Κόμματος, που φτάνουν μέχρι την ανοιχτή αλλοίωση της πραγματικότητας και την άρνηση των ντοκουμέντων του 15ου Συνεδρίου και ιδιαίτερα του προγράμματος.

2. Για τα εκλογικά αποτελέσματα

Η ηγεσία του Κόμματος μας αποδίδει την κατηγορία ότι δεν μπαίνουμε στον κόπο να εξηγήσουμε «πως με την ίδια στρατηγική όλα τα προηγούμενα χρόνια το ΚΚΕ είχε άνοδο της πολιτικής του επιρροής, και της εκλογικής…». Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ακριβής στο σύνολό του. Το ΚΚΕ είχε άνοδο σε ψήφους και σε ποσοστά μέχρι και το 2007. Έκτοτε σημειώνει μείωση του αριθμού των ψήφων και το ποσοστό του εξαρτάται από το ποσοστό της αποχής. Το 2007 συγκεντρώνει 583.750 χιλ ψήφους και ποσοστό 8.15%, το 2009 συγκεντρώνει 517.249 χιλ ψήφους και ποσοστό 7.54%, το 2012 στις εκλογές της 6ης του Μάη συγκεντρώνει 536.072 χιλ ψήφους και  ποσοστό 8.48% (μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2007), το 2012 στις εκλογές της 17ης του Ιούνη συγκεντρώνει 277.179 χιλ ψήφους και ποσοστό 4.50%.

Πρέπει να τονίσουμε ότι η άνοδος αυτή, από το 1993 μέχρι το 2007, σημειώνεται μέσα σε ένα γενικό κλίμα διαμαρτυρίας, που έχει να κάνει με την οικονομική πολιτική του δικομματισμού και των κυβερνήσεων που εναλλάσσονται για λογαριασμό του, αλλά, όταν έρχονται τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά τον Οκτώβρη του 2008 που ξεσπάει η παγκόσμια οικονομική κρίση και μπαίνει επί τάπητος η διέξοδος απ’ αυτήν το Κόμμα σημειώνει μείωση των δυνάμεών του. Δηλαδή αντιστρέφεται η γενική τάση ανόδου και δρομολογείται η γενική τάση μείωσης της εκλογικής του δύναμης.
Εικόνα 1. Διαχρονική αποτύπωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ από το 1993
 Οι εκλογές του 2012 δείχνουν ότι η αντιστροφή αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και επιταχύνθηκε απότομα κατά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη, παρά το γεγονός ότι από το 2007 μέχρι το 2012, που έχει περάσει μια πενταετία, αναπτύχθηκαν σημαντικοί εργατικοί αγώνες, ιδιαίτερα μέσα στο 2011. Ενώ το 2012 σημειώθηκε η μεγαλύτερη μετακίνηση λαϊκών μαζών που αποσπάστηκαν ποτέ από το δικομματισμό.  Την ίδια στιγμή το Κόμμα, μέσα στη γενική του εκλογική υποχώρηση, χάνει μεγάλο τμήμα των δυνάμεών του στα αστικά κέντρα, στις περιοχές που είναι συγκεντρωμένη η εργατική τάξη. Η αντιστροφή αυτή είναι πολύ πιθανόν να μην έχει καταλήξει ακόμη.

Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζεται με το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης του Μάη του 2012 και τη μικρή άνοδο που σημειώνει το Κόμμα σ’ αυτές οφείλεται στο γεγονός της ύπαρξης της Κυβέρνησης Παπαδήμου, που στηρίζεται από την Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τον ΛΑΟΣ και εισπράττει μια ασήμαντη αύξηση σε ψήφους διαμαρτυρίας, σε σχέση με την τεράστια μάζα των ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν από τα κόμματα που στήριξαν τη διαπραγμάτευση του νέου μνημονίου και της αντίστοιχης δανειακής σύμβασης.

Μέχρι τις εκλογές της 6ης του Μάη δεν είχε συνειδητοποιηθεί τόσο πολύ, και από τις λαϊκές μάζες τις ίδιες, το πρόβλημα της διακυβέρνησης και του χαρακτήρα της εξουσίας που θα προέκυπτε. Ή για να το πούμε και διαφορετικά, οι λαϊκές μάζες περίμεναν μια διαφορετική στάση του Κόμματος στο ζήτημα αυτό. Περίμεναν μια πρόταση διακυβέρνησης και εξουσίας απ’ το ΚΚΕ που θα τις προσανατόλιζε και ταυτόχρονα θα έδινε διέξοδο στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Εξέλιξη που γίνεται άμεσα ορατή με το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη, που δε συσπείρωσε τις λαϊκές μάζες, και που δείχνει πόσο ευάλωτη ήταν η πολιτική του Κόμματος.

Το συμπέρασμα από την εκλογική πορεία του κόμματος από το 2007 και μετά είναι ότι το χρονικό διάστημα που εκδηλώνεται και εντείνεται η οικονομική κρίση στη χώρα μας, που αναπτύσσονται εργατικοί και λαϊκοί αγώνες, που κινητοποιούνται και αποσπώνται οι λαϊκές μάζες από το δικομματισμό, που μπαίνει άμεσα και χειροπιαστά ζήτημα διακυβέρνησης της χώρας, την ώρα που ο κυβερνητικός δικομματισμός έχει υποστεί συντριπτική ήττα και που έχει καταρρεύσει το αστικό πολιτικό σύστημα το Κόμμα μας αδυνατεί να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες με την πρόταση που επίσημα προβάλλει η ηγεσία του. Χάνει συνολικά πάνω από το 50% των δυνάμεών του σε σχέση με το 2007.

3. Η γενική οικονομική κρίση στη χώρα μας και η διέξοδος

Η ηγεσία του Κόμματος μας απευθύνει το ερώτημα: «Ποιο είναι το κρίσιμο ζήτημα στις συγκεκριμένες συνθήκες που πρέπει να σταθμίσει ένα επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης που αντικειμενικά έχει μπει, από την ίδια τη ζωή, στο πεδίο της αντιπαράθεσης; Η οικονομική καπιταλιστική κρίση και σε όφελος τίνος θα ξεπεραστεί. Σε όφελος του κεφαλαίου ή σε όφελος της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων; Και με βάση αυτό το στρατηγικό ζήτημα ποια κυβέρνηση μπορεί να το αντιμετωπίσει σε όφελος ποιων, των αστών ή των εργατών»;

Ασφαλώς. Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Και η σαφής τοποθέτηση του Κόμματος απέναντι στη γενική οικονομική κρίση της χώρας, στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν κεφαλαιώδους σημασίας, γεγονός που δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο. Αντί να είναι το μοναδικό και κυρίαρχο θέμα του 18ου Συνεδρίου η ηγεσία προχώρησε στην άρνηση του προγράμματος του κόμματος μέσα από την αντικαταστατική και ψευδεπίγραφη διαδικασία του «προγραμματικού εμπλουτισμού». Αποτελείωσε με αυτόν τον τρόπο το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, που κατά τα άλλα ήταν και παραμένει ακόμα σε ισχύ! 

Εάν έρχεται να μας υποδείξει κάτι η οικονομική κρίση της χώρας μας και προπαντός η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι δύο βασικά πράγματα. Πρώτο, ότι ο καπιταλισμός είναι αδύνατον να απαλλαγεί από τις κρίσεις του και δεύτερο, την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, γεγονός που σημαίνει ότι οριστική διέξοδο στην οικονομική κρίση δίνει μια προγραμματική πρόταση που οδηγεί στο σοσιαλισμό.

Ωστόσο, η τέτοια τοποθέτηση του κρίσιμου αυτού ζητήματος δεν είναι παρά μια γενική, προσανατολιστική, θεωρητική τοποθέτηση η οποία στη συγκεκριμενοποίησή της οφείλει να εναρμονίζεται και να υπακούει στη βασική και αναντικατάστατη λενινιστική αλήθεια «της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» Γιατί η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης προϋποθέτει πολλούς περισσότερους παράγοντες από την ύπαρξη της οικονομικής κρίσης.  Στο ερώτημα, λοιπόν,  «ποια κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει (την οικονομική κρίση Σ.Σ.) σε όφελος ποιων, των αστών ή των εργατών;» η προφανής απάντηση είναι μια κυβέρνηση εργατών! Αλλά η αξία αυτής της απάντησης έχει τόση σημασία όσο αξία έχει στις μέρες μας να ανακαλύψει κανείς και πάλι τον τροχό. 

Κανείς πρέπει να προχωρήσει παραπέρα στην ανάλυσή του. Να υπολογίσει όλους τους παράγοντες που πρέπει να υπάρχουν, με κορυφαίο τον υποκειμενικό παράγοντα, που είναι και ο φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης, για να περάσει πέρα από τη διατύπωση της γενικής ανάγκης για σοσιαλιστική διέξοδο στην άμεση και συγκεκριμένη σοσιαλιστική διέξοδο από την οικονομική κρίση. Και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται σε αντίφαση η ηγεσία του Κόμματος.

4. Η αντίφαση της ηγεσίας

Όσο κι αν φαίνεται, όμως, παράξενο η ηγεσία του Κόμματος προχώρησε στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και μάλιστα έδωσε και απάντηση. Και η απάντηση που έδωσε είναι τόσο οπορτουνιστική όσο οπορτουνιστική είναι και η απάντηση της «Νέας Σποράς», αφού ανατρέπει τη βασική της πρόταση, που κατέθετε στις προεκλογικές ομιλίες, με την οποία εμείς διαφωνούμε.

Την παραθέτουμε δια στόματος Αλέκας Παπαρήγα: «Είμαστε αγωνιστές, οραματιστές και γι' αυτό ρεαλιστές. Ξέρουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη που συμφέρει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού δεν θα προκύψει σε μια μέρα, ούτε σε μια νύχτα. Ούτε έχουμε αυταπάτες ότι θα προκύψει άμεσα, μέσα από τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Αν η εργατική λαϊκή εξουσία δεν είναι σήμερα στην ημερήσια διάταξη της εργατικής λαϊκής πάλης, είναι καιρός όμως να δυναμώσει η μοναδική συμμαχία που μπορεί να εμποδίσει τα χειρότερα, να κατακτήσει, τελικά να νικήσει»!

Δηλαδή τι ακριβώς ομολογείται με αυτήν την περικοπή από την κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του κόμματος στις εκλογές της 6ης του Μάη; Όχι μόνο ομολογεί ότι «η εργατική λαϊκή εξουσία (σ.σ. η σοσιαλιστική εξουσία) δεν είναι στην ημερήσια διάταξη της εργατικής πάλης», αλλά και ότι η πορεία προς τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είναι έργο μιας πράξης, αφού «δεν θα προκύψει σε μια μέρα, ούτε σε μια νύχτα», ούτε ακόμα περισσότερο «θα προέκυπτε από τις εκλογές της 6ης του Μάη». Και φυσικά έχει μείνει αναπάντητη μέχρι τώρα η απορία μας, γιατί κατατίθεται μια πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης ως άμεση, από τη στιγμή που δεν υπάρχει περίπτωση να ευδοκιμήσει τώρα.

Ομολογείται, όμως, και κάτι άλλο που είναι επίσης σημαντικό. Δεν έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες πάνω στις οποίες θα στηριχτεί η ανατροπή του καπιταλισμού και η έλευση του σοσιαλισμού. Το μόνο που κάνει η Αλέκα Παπαρήγα στην ομιλία της είναι να επικαλείται την ανάγκη να ψηφιστεί το ΚΚΕ «για να δυναμώσει η μοναδική συμμαχία»! 

Όμως, πέρα από το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι η εργατική λαϊκή εξουσία δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, την ίδια στιγμή η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι στην ημερήσια διάταξη δεν είναι ούτε η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή η υλοποίηση ενός αστικού, ως προς το χαρακτήρα του, ζητήματος!

Στο Κάλεσμα της ΚΕ του Κόμματος για τις εκλογές της 17ης του Ιούνη η ΚΕ αναφέρει ότι: «Η λαϊκή πλειοψηφία δεν έχει ακόμα αποφασίσει την αναγκαστική, από τα πράγματα, αναμέτρηση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την Ευρωπαϊκή Ένωση, ελπίδα αποτελεί η στήριξη του ΚΚΕ στην κάλπη και η συνάντηση με τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες στους τόπους δουλειάς στη λαϊκή γειτονιά, στην ύπαιθρο για την αναγέννηση του κινήματος».

Ας σταθούμε λίγο στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι γνωστό, και δεν χρειάζεται να το σχολιάσουμε εκτενώς, ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Με λίγα λόγια η αποδέσμευση από αυτήν είναι εκ των «ων ουκ άνευ» για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Όμως η ηγεσία του Κόμματος, ταυτόχρονα, προωθεί την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση με εργατική λαϊκή εξουσία. Δηλαδή με σοσιαλιστική επανάσταση, για την οποία εκτιμάει προηγούμενα ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη. Πράγμα που σημαίνει ότι και την αποδέσμευση από την  Ευρωπαϊκή Ένωση την παραπέμπει στο μέλλον, πολύ περισσότερο που η λαϊκή πλειοψηφία, σύμφωνα με την εκτίμηση της ΚΕ, δεν έχει ακόμα αποφασίσει τη σύγκρουση μ’ αυτήν.  

Παραπέρα. Ομολογείται πια επίσημα και από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος, έχουν υπάρξει αρκετά άρθρα στο «Ρ» με ανάλογες εκτιμήσεις, ότι η κατάσταση του εργατικού κινήματος δεν είναι καλή. Δεν πρόκειται να ανοίξουμε τώρα το θέμα των ευθυνών που έχει το Κόμμα για την κατάσταση του εργατικού κινήματος, που αναμφισβήτητα τις έχει κι αυτό. Εκείνο που ενδιαφέρει να καταθέσουμε αυτή τη στιγμή είναι ένα ερώτημα: Πως συμβαίνει η ηγεσία του κόμματος να προβάλλει την πρόταση για εργατική λαϊκή εξουσία σ’ αυτήν τη συγκυρία, που το εργατικό κίνημα δεν κατάφερε να αποτρέψει καμία πτυχή της αστικής πολιτικής και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να στηρίξει την πρόταση του Κόμματος εξ αιτίας της ίδιας της κατάστασης που βρίσκεται;

5. Πρώτο γενικό συμπέρασμα

Για να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη χώρα μας πρέπει να πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση πρέπει να υπάρξει εργατική λαϊκή εξουσία. Για να υπάρξει εργατική λαϊκή εξουσία πρέπει να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση. Για να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει το εργατικό κίνημα να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, να έχει συσπειρώσει και ενώσει τους εργαζόμενους και να έχει εξασφαλίσει κοινωνικές συμμαχίες. Για να πραγματοποιηθούν όλα τα παραπάνω πρέπει το ΚΚΕ να είναι ένα δυνατό Κόμμα, που θα αποτελεί την πρωτοπορία του ευρύτερου λαϊκού κινήματος και να παίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο.

Από όλους τους παραπάνω παράγοντες κανένας δεν ικανοποιείται αυτή τη στιγμή. Ρωτάμε: Αφού για τους παραπάνω παράγοντες δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθούν, γιατί η ηγεσία του Κόμματος, που, άλλωστε, και η ίδια συμφωνεί και δημόσια έχει εκφραστεί, επιμένει σε μια πολιτική γραμμή που η ίδια η ζωή την έφερε σε αδιέξοδο;

Το συμπέρασμα είναι ότι καταργώντας στην πράξη την τακτική του Κόμματος και ανάγοντας ουσιαστικά τη στρατηγική σε τακτική έφτασε να χρησιμοποιήσει την εργατική λαϊκή εξουσία σαν σύνθημα ζύμωσης και μόνο. Διαπράττοντας αυτό το τριπλό λάθος ξέχασε τη λενινιστική υπόδειξη: «Αντίθετα, η επεξεργασία σωστών αποφάσεων τακτικής έχει τεράστια σημασία για ένα κόμμα που θέλει να καθοδηγεί το προλεταριάτο στο πνεύμα των συνεπών αρχών του μαρξισμού και όχι να σέρνεται απλώς στην ουρά των γεγονότων» (Άπαντα, Τόμος 11, σελ 6).

Που βρίσκεται, κατά συνέπεια το θεμελιακό λάθος της ηγεσίας του Κόμματος; Το λάθος βρίσκεται στο ότι εγκαταλείποντας επί της ουσίας το πρόγραμμα του Κόμματος και αλλάζοντας το χαρακτήρα του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, εκ των πραγμάτων, οδηγήθηκε και στην εγκατάλειψη της τακτικής και περιορίστηκε στο να προβάλει και να προπαγανδίζει την εργατική λαϊκή εξουσία σαν ένα κοινό σύνθημα, αναγνωρίζοντας και η ίδια ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα.

Για να καλύψει, λοιπόν, τις ευθύνες της κατέφυγε στις εύκολες και ανέξοδες κατηγορίες ενάντια στη «Νέα Σπορά». Αλλά φαίνεται ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει καταλάβει το πόσο έχουν τροποποιηθεί οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Και νομίζει ότι μοιράζοντας ευθύνες θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση στην οποία οδήγησε το Κόμμα. Είναι ένα μάταιο έργο, που το έχουμε ξαναδεί.
(ακολουθεί το δεύτερο μέρος)

                                                                                                                                                
 10/07/2012 

 «ΝέαΣπορά»